4 Ιουλ 2017
Savvas HikerΣάββατο 1 Ιουλίου 2017.
Έφερα το παγούρι στο στόμα. Μόλις το νερό έφτασε στον ουρανίσκο ενστικτωδώς το έφτυσα.
«Σιγά με το νερό, δεν θα φτάσει», έκανε ο συνοδοιπόρος.
«Για δοκίμασε και το δικό σου, κάτι μου λέει θα είναι το ίδιο.»
Δοκίμασε και έφτυσε μορφάζοντας, «ζεστό πετρέλαιο... ».
Το έχουμε δει όλοι. Με τον καιρό, και την εξάσκηση σε διάφορες καιρικές συνθήκες, το σώμα μας προσαρμόζεται έως κάποιο βαθμό, με αποτέλεσμα να μην έχουμε άμεση αντίληψη της σοβαρότητας μιας καιρικής κατάστασης. Θες οι κινήσεις που ενστικτωδώς κάνεις ή δεν κάνεις, θες η αντοχή, θες λόγω εμπειρίας με την αυτόματη επιλογή των πιο σκιερών σημείων στη διαδρομή, καταλαβαίναμε μεν ότι έκανε πολλή ζέστη, αλλά δεν καταλαβαίναμε ακόμη το πόσο πολλή ζέστη έκανε. Το νερό δεν ήταν πετρέλαιο, ήταν το φρέσκο νεράκι που είχαμε βάλει στα παγούρια λίγες ώρες πριν. Η ζέστη όμως ήταν αφόρητη, και είχε αρχίσει να βράζει αυτό που είχαμε εκτεθειμένο στην εξωτερική τσέπη. Και ήμασταν σε δάσος στα 1.200μ υψόμετρο!
Βγάλαμε έξω το επόμενο παγούρι, βρήκαμε ένα βαθύ ίσκιο στο δάσος, κρεμάσαμε το θερμόμετρο για να δείξει σωστή μέτρηση, και απλώσαμε τις αιώρες τσέπης για να ρίξουμε λίγο την θερμοκρασία μας.
Με το που ξαπλώσαμε μας όρμηξαν σμήνη από μύγες, όλα τα είδη και τα μεγέθη, και κουνούπια σαν ιπτάμενες ταβανόπροκες. Όλα τα έντομα του δάσους έψαχναν απεγνωσμένα για υγρά.
Πεταχτήκαμε επάνω γεμάτοι τσιμπήματα και αρχίσαμε πάλι να μαζεύουμε τα πράγματα.
Μάζεψα και το θερμόμετρο. Δυσκολεύτηκα να καταλάβω αμέσως τι έβλεπα. Έχει περάσει το 30 ή το 35; Κοίταξα καλύτερα.
36 βαθμοί στο βουνό, στον ίσκιο στα 1.200μ υψόμετρο!
Όσο για τις επιπλέον συνθήκες, βάλε και τον ήλιο που είχαμε φάει επάνω μας, βάλε και τη θερμότητα του σώματος από το περπάτημα στα μονοπάτια, βάλε και το ότι ο αέρας ήταν ακίνητος ενώ δεν είχε αρχίσει ακόμη ούτε ο άνεμος από τις θερμικές μετακινήσεις, που συμβαίνουν από το μεσημέρι και μετά όταν έχει καύσωνα.
«Δηλαδή», έκανε ο συνοδοιπόρος τον υπολογισμό στα γρήγορα, «εδώ έχουμε διαφορά από τον κάμπο γύρω στα 1.100μ, δηλαδή τυπικά διαφορά θερμοκρασίας γύρω στους 7 βαθμούς». Αναρωτήθηκε: «έχει ο κάμπος τώρα το λιγότερο 43 βαθμούς; Ζει κόσμος εκεί κάτω;»
«Και βάλε ότι έχουν μεγαλύτερη υγρασία εκεί κάτω», συμπλήρωσα πένθιμα.
Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε και να επιστρέψουμε.
Η έλλειψη αντικουνουπικού, και η αδυναμία να ανάψουμε οτιδήποτε θα έδιωχνε τα έντομα για να αναπαυθούμε σε ένα δάσος που ήδη ήταν έτοιμο να πάρει φωτιά σαν μπαρούτι, απαγόρευαν τις δυνατότητες μας να σταθούμε οπουδήποτε, άρα ήμασταν ήδη καταδιωκόμενοι από την θερμοπληξία. Έπρεπε τώρα να γυρίσουμε χωρίς δυνατότητα σημαντικής στάσης, με τον ήλιο ακόμη πιο ψηλά, και τον αέρα ακόμη ακίνητο.
Έτσι η επιστροφή έγινε ταινία θρίλερ. Από εκείνες τις δρακουλιάρικες που στην αρχή κάποιος περπατάει αμέριμνος στο δάσος, αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά γύρω του, και τότε το βάζει στα πόδια προσπαθώντας να επιστρέψει.
Στα πιο σκιερά σημεία, μας περίμεναν σμήνη από έντομα όλων των ειδών και των μεγεθών και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, τα ρούχα πάνω μας έκαιγαν, οι μυρωδιές του δάσους ήταν ίδιες όπως πάντα αλλά τώρα με έντονη οσμή σιδερωτήριου. Το δάσος έβραζε.
Στα λιγότερο σκιερά σημεία όπου τα έντομα δεν ήταν τόσο πολλά δεν μπορούσαμε να ξεϊδρώσουμε αρκετά για το επόμενο κομμάτι, ούτε μπορούσαμε να περιμένουμε για πολλή ώρα σε αυτά. Φτάσαμε να σταματάμε κάθε 20 μέτρα. Λίγο ίσκιος, λίγο ξε-ίδρωμα, μια γουλιά νερό, πάμε πάλι 20 μέτρα μέχρι το επόμενο σκόπιμα επιλεγμένο κλαδάκι με τον λίγο ίσκιο.
Αποφασίσαμε ότι δεν μπορούσε να βγει έτσι η διαδρομή προς τα πίσω. Αυτή που μόλις είχαμε κάνει ερχόμενοι.
Κοιτάξαμε στον χάρτη. Κάπου σε ένα σημείο, το μονοπάτι φαινόταν να πλησιάζει σε απόσταση 100μ έναν δρόμο. Ο δρόμος φαινόταν να είναι ψηλότερα με υψομετρική διαφορά γύρω στα 50μ. Αν βρίσκαμε αυτό το σημείο διαφυγής, το ανεβαίναμε όπως-όπως, και πιάναμε τον δρόμο, θα επιστρέφαμε από αλλού γλυτώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής. Μεγάλο για αυτές τις συνθήκες.
Βάλαμε στο gps το σημείο που θα εγκαταλείπαμε το μονοπάτι, και συνεχίσαμε για να το βρούμε. Είκοσι μέτρα, σταμάτημα στον ίσκιο ενός κλαδιού, λίγο ξε-ίδρωμα, ίσως και λίγο νερό, πάμε πάλι άλλα είκοσι μέτρα. Γιατί αν οποιοσδήποτε από εμάς πάθαινε σοβαρή θερμοπληξία, με αυτές τις συνθήκες δεν θα είχαμε που να σταματήσουμε και που να ξαπλώσουμε. Μερικές φορές κλέβαμε, καταφέρνοντας να κάνουμε 100 ολόκληρα μέτρα συνεχόμενα!
Το σημείο στο gps όλο και πλησίαζε.
Φτάσαμε. Ο δρόμος ψηλότερα δεν φαινόταν. Μια περίπου νοητή γραμμή ανοίγματος στις κορυφές του δάσους υποδήλωνε οτι ήταν κάπου εκεί. Η πολύ ανηφορική πλαγιά δίπλα στο μονοπάτι ξεκινούσε αρχικά με ένα γυμνό και σαθρό έδαφος με σκόρπια θαμνάκια και μίζερα ελατάκια για περίπου 50-60μ, μετά θα μπαίναμε πάλι σε δάσος. Αν αφήναμε το μονοπάτι πριν ή μετά από αυτό το γυμνό σημείο, για να ανηφορίσουμε από αλλού προς τον δρόμο, το έδαφος δεν ήταν ξεκάθαρο και φαινόταν ότι θα μπλέκαμε σε άλλες περιπέτειες. Πως θα ανεβούμε λοιπόν την ανοιχτή απόσταση;
Στριμωγμένοι κάτω από το τελευταίο κλαδάκι δίπλα στο μονοπάτι, αναμετρούσαμε αυτή τη γυμνή απόσταση σαν να την θέριζαν πολυβόλα, ή σαν ανοιχτό πέρασμα που το σαρώνει μια χιονοθύελλα. Αναρωτηθήκαμε ποιος να ήταν ο πιο σωστός παραλληλισμός. Σκεφτήκαμε ότι στην περίπτωση της χιονοθύελλας, σε αυτή τη μικρή απόσταση θα μας ενδιέφερε περισσότερο η τακτική ασφάλισης, άρα η περίπτωση δεν "κολλάει" εδώ. Καταλήξαμε να την δούμε σαν έκταση που την θερίζουν πολυβόλα λοιπόν.
«Και τελικά... », αναρωτήθηκε ο συνοδοιπόρος με τον ιδρώτα να στάζει από τη μύτη και τους κροτάφους, «πως το ανεβαίνουμε αυτό κάτω από τον ήλιο;»
«Για αυτό λέμε», αποκρίθηκα, «ότι στο βουνό χειμώνα καλοκαίρι έχουμε πάντα μαζί μας μια πτυσσόμενη ομπρέλα».
«Ναι, αλλά δεν έχω μια μαζί μου τώρα», απάντησε με μια υποψία ειρωνείας.
«Ούτε και εγώ», έκανα σκάζοντας χαμόγελο. «Βασικά», απολογήθηκα, «ήταν ήδη πολύ βαρύ το σακίδιο από τα νερά και την άφησα.»
Ξανακοιτάξαμε τον έρημο ανήφορο που άστραφτε άσπρος κάτω από τον ήλιο.
Άρχισα να κάνω τα πρώτα βήματα προς τα πάνω, αργά σαν κουρασμένος, για να μειώσω όσο γινόταν την παραγόμενη θερμότητα. «Αν πέσω ή αρχίσω να παραπατάω, τράβα με πίσω και βλέπουμε», είπα.
Μετά τα πρώτα 20 μέτρα, πρόσεξα ότι θα μπορούσα για μια σύντομη στάση να χωθώ ο μισός τουλάχιστον στα κλαδιά ενός από τα μικρά ελατάκια. Χώθηκα. Τα κάτω φύλλα του έλατου με αγκύλωναν στα πόδια, ίσως να ήταν και ένας μικρός κέδρος χαμηλά, ένιωθα την αντανάκλαση του εδάφους στο σώμα και στο πρόσωπο, και ο ήλιος με χτυπούσε στο κεφάλι. Δεν έπρεπε να χάνω χρόνο, κατάλαβα ότι έπρεπε να συνεχίσω. Στο βουνό σπάνια φορώ μπλούζα, φοράω σχεδόν πάντα πουκάμισο για να μπορώ να ρυθμίζω το άνοιγμα, έτσι τώρα είχα ξεκούμπωτο το μισό. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν φύσηξε άνεμος, μάλλον είχαν αρχίσει θερμικές μετακινήσεις, και ήταν τόσο απότομη η μικρή εξάτμιση στον ιδρώτα πάνω μου που ένιωσα τις θηλές στο στήθος να πονάνε σαν να με τσίμπησε σφήκα. Τόσο που μπορεί και να ήταν κάποιο έντομο, δεν είμαι σίγουρος. Συνέχισα. Κάθε λίγο ξαναφυσούσε. Έφτασα στη γραμμή του δάσους.
«Όλα καλά;» φώναξε από κάτω.
«Όλα καλά, ανέβα με αργές κινήσεις όσο ακόμα φυσάει, και τελειώσαμε.»
Μετά από λίγο φτάσαμε στον δρόμο. Εδώ μπορούσες να σταθείς λίγο περισσότερο σε κάποιους ίσκιους, μικρούς μεν αλλά πιο φιλόξενους. Σίγουρα τώρα ήμασταν κάπως καλύτερα και πιο ασφαλείς. Ήπιαμε πάλι νερό, και συνεχίσαμε.
Το σίγουρο είναι ότι ξεφύγαμε από μια μάλλον μοιραία κατάσταση θερμοπληξίας. Είναι ενδεικτικό ότι, εγώ ας πούμε, ενώ από την αρχή μέχρι το τέλος κατανάλωσα 3.25 λίτρα νερού, αντίστοιχα ούρησα λίγο και μόνο μια φορά.
Το τρελό στην υπόθεση είναι ότι, αν θα συνέβαινε μια σοβαρή θερμοπληξία, θα την παθαίναμε ψηλά σε ένα δασωμένο σκιερό βουνό αντί σε κάποιο φαράγγι.
No comments:
New comments are not allowed.