9 Δεκ 2016
Savvas Hiker
Θα αρχίσω να πιστεύω οτι στο βουνό κυκλοφορούν φαντάσματα. Στην εμφάνιση κανονικοί άνθρωποι σαν εμάς. Θα μου πεις τι είδες πάλι και το λες. Πρόσφατα τίποτα, αλλά από κάτι άσχετο θυμήθηκα αυτή μου τη φευγαλέα σκέψη που κατόπιν αφορμής έχω κάνει αρκετές φορές και, φυσικά, πετούσα γρήγορα στο πίσω μέρος του κεφαλιού ως απαράδεκτη.
Να πω μια από αυτές τις φορές, που μου ήρθε πρόχειρα.
Είμαστε ένα απόγευμα αργά, θρονιασμένοι στο βραχάκι, μπροστά από το σπήλαιο του Πανός, και κολατσίζουμε κάτι λιγοστά που μας έχουν μείνει. Η πείνα πολλή και δεν έχουμε πια πολλά τρόφιμα, ερχόμαστε από την πηγή της Γκούρας, και πιο πριν ήμασταν Σκίπιζα, και πιο πριν Αγ.Πέτρο, και πιο πριν είχαμε ξεκινήσει από Θρακομακεδόνες, και έχουμε ακόμη να περάσουμε απέναντι το φαράγγι και να ανηφορίσουμε στο Άρμα για να πέσουμε προς τη μονή Κλειστών. Η γλώσσα μας είναι κάτω από την κούραση, κολλάει σαν τσίχλα στο έδαφος, και τη μαζεύουμε για να μπορέσουμε να φάμε. Γελάτε ε; Είναι από εκείνες τις φορές που τυχαίνει κάτι που θέλεις να παρακολουθήσεις τι συμβαίνει, αλλά δεν έχεις δύναμη ή χρόνο.
Όπως καθόμαστε λοιπόν,
κοιτάω απέναντι το λούκι. Τι άγρια ομορφιά, τι ησυχία, τι γαλήνη. Ένα ζευγαράκι κατεβαίνει όλο και περισσότερο, αυτή φοράει καπαρντίνα, και τέτοια ώρα, στην επιστροφή σίγουρα θα τους προλάβει το βράδυ. Εντάξει, έχω δει διάφορα στο λούκι, συνήθισα, τα έχω ξαναπεί αυτά. Βγάζω την μπαντάνα και σκουπίζω το αλάτι από τους κροτάφους, ο συνοδοιπόρος με ρωτάει αν έχουμε άλλο νερό ή μόνο εκείνο το μισόλιτρο. Ξαφνικά ακούω κάτι σαν φωνές πάνω από τα σκαλάκια του σπηλαίου πίσω μας. Γυρίζω βαριεστημένα, η πλάτη μου πονάει λίγο, ο ιδρώτας έχει φτάσει στο σώβρακο και είναι χειμώνας. Στο μυτίκι ψηλά, πάνω από τα λαξεύματα, εμφανίζεται ένα γυναικείο κεφάλι, κοιτάζει διερευνητικά το συρματόσχοινο κάτω. Από πίσω και ένα άλλο κεφάλι. Δυό γυναίκες αρχίζουν να κατεβαίνουν. Δεν έχουν σακίδιο. Ούτε χώματα ή λάσπες στα παπούτσια έχουν, ούτε ζεσταίνονται από το δρόμο, τα μπουφάν είναι κλειστά μέχρι πάνω. Κατεβαίνουν σβέλτα. Πρώτη απορία, αν έρχονται πρώτη φορά, πως κατεβαίνουν σαν να ξέρουν τα πατήματα από πριν; Φτάνουν κάτω. Αναρωτιούνται για τα πάντα, άρα δεν έχουν ξανάρθει. Η απορία μεγαλώνει. Μπαίνουν στο σπήλαιο χωρίς φακό. Περνάει κανα πεντάλεπτο. Τι σκατά καταλαβαίνουν στο σπήλαιο χωρίς φως. Βγαίνουν. Μας κοιτάνε. Λέω, ή φακό θα μας ζητήσουν, ή πληροφορίες. Τίποτα, δεν λένε ούτε γειά, άρα τελείως ουρανοκατέβατες. Πιάνουν πάλι το συρματόσχοινο και ανεβαίνουν σβέλτα. Ο διπλανός με κοιτάει, αυτές τελικά σίγουρα δεν είχαν ξανάρθει, ή μας κάνουν πλάκα; Και τα σακίδια που είναι; Θα είναι κάποιος επάνω που βαριόταν να κατέβει. Αυτός θα ήταν ο παλιός, συνεχίζουμε εμείς το πλέξιμο του σεναρίου, θα τους είπε εγώ το ξέρω, βαριέμαι, πηγαίντε εσείς να δείτε. Καλά, ο άλλος έφτασε μέχρι εδώ και δεν κατέβηκε στο σπήλαιο έστω να το ξαναδεί; Και τις άφησε να κατέβουν μόνες τους, και στην άγνοια τους;
Θα με κάνουν τώρα να πεταχτώ πάνω να δω ποιοι είναι, λέει ο άλλος. Ρώτα τους κιόλας αν ήρθαν εδώ με διακτινισμό, του λέω, από τα ρούχα και τα παπούτσια, σου φάνηκε να έχουν κάνει πάνω από 300 μέτρα στο βουνό; Ούτε 100, αποκρίνεται. Τινάζεται πάνω, και σκαρφαλώνει σαν να του έταξαν χρυσό. Με κοιτάει από την κορφή του βράχου. Κοιτάει πέρα. Κουνάει τα χέρια. Κανείς. Σφυράει με τη σφυρίχτρα. Διάολε, 120 ντεσιμπέλ είναι αυτά, ακούνε και οι πεθαμένοι. Τίποτα σαν απόκριση, ησυχία. Φωνάζει, εεε από πάνω καποιοος. Το ζευγαράκι, οι άλλοι από απέναντι, έχει φτάσει στο ανέβασμα από την κοίτη και μας κοιτάνε από κάτω, έγινε κάτι; μας φωνάζουν.
Ενώ από το βουνό ψηλά, τίποτα, ησυχία. Ουδείς ουδεμία ουδέν.
____________
"Σπήλαιο του Πανός"
Να πω μια από αυτές τις φορές, που μου ήρθε πρόχειρα.
Είμαστε ένα απόγευμα αργά, θρονιασμένοι στο βραχάκι, μπροστά από το σπήλαιο του Πανός, και κολατσίζουμε κάτι λιγοστά που μας έχουν μείνει. Η πείνα πολλή και δεν έχουμε πια πολλά τρόφιμα, ερχόμαστε από την πηγή της Γκούρας, και πιο πριν ήμασταν Σκίπιζα, και πιο πριν Αγ.Πέτρο, και πιο πριν είχαμε ξεκινήσει από Θρακομακεδόνες, και έχουμε ακόμη να περάσουμε απέναντι το φαράγγι και να ανηφορίσουμε στο Άρμα για να πέσουμε προς τη μονή Κλειστών. Η γλώσσα μας είναι κάτω από την κούραση, κολλάει σαν τσίχλα στο έδαφος, και τη μαζεύουμε για να μπορέσουμε να φάμε. Γελάτε ε; Είναι από εκείνες τις φορές που τυχαίνει κάτι που θέλεις να παρακολουθήσεις τι συμβαίνει, αλλά δεν έχεις δύναμη ή χρόνο.
Όπως καθόμαστε λοιπόν,
κοιτάω απέναντι το λούκι. Τι άγρια ομορφιά, τι ησυχία, τι γαλήνη. Ένα ζευγαράκι κατεβαίνει όλο και περισσότερο, αυτή φοράει καπαρντίνα, και τέτοια ώρα, στην επιστροφή σίγουρα θα τους προλάβει το βράδυ. Εντάξει, έχω δει διάφορα στο λούκι, συνήθισα, τα έχω ξαναπεί αυτά. Βγάζω την μπαντάνα και σκουπίζω το αλάτι από τους κροτάφους, ο συνοδοιπόρος με ρωτάει αν έχουμε άλλο νερό ή μόνο εκείνο το μισόλιτρο. Ξαφνικά ακούω κάτι σαν φωνές πάνω από τα σκαλάκια του σπηλαίου πίσω μας. Γυρίζω βαριεστημένα, η πλάτη μου πονάει λίγο, ο ιδρώτας έχει φτάσει στο σώβρακο και είναι χειμώνας. Στο μυτίκι ψηλά, πάνω από τα λαξεύματα, εμφανίζεται ένα γυναικείο κεφάλι, κοιτάζει διερευνητικά το συρματόσχοινο κάτω. Από πίσω και ένα άλλο κεφάλι. Δυό γυναίκες αρχίζουν να κατεβαίνουν. Δεν έχουν σακίδιο. Ούτε χώματα ή λάσπες στα παπούτσια έχουν, ούτε ζεσταίνονται από το δρόμο, τα μπουφάν είναι κλειστά μέχρι πάνω. Κατεβαίνουν σβέλτα. Πρώτη απορία, αν έρχονται πρώτη φορά, πως κατεβαίνουν σαν να ξέρουν τα πατήματα από πριν; Φτάνουν κάτω. Αναρωτιούνται για τα πάντα, άρα δεν έχουν ξανάρθει. Η απορία μεγαλώνει. Μπαίνουν στο σπήλαιο χωρίς φακό. Περνάει κανα πεντάλεπτο. Τι σκατά καταλαβαίνουν στο σπήλαιο χωρίς φως. Βγαίνουν. Μας κοιτάνε. Λέω, ή φακό θα μας ζητήσουν, ή πληροφορίες. Τίποτα, δεν λένε ούτε γειά, άρα τελείως ουρανοκατέβατες. Πιάνουν πάλι το συρματόσχοινο και ανεβαίνουν σβέλτα. Ο διπλανός με κοιτάει, αυτές τελικά σίγουρα δεν είχαν ξανάρθει, ή μας κάνουν πλάκα; Και τα σακίδια που είναι; Θα είναι κάποιος επάνω που βαριόταν να κατέβει. Αυτός θα ήταν ο παλιός, συνεχίζουμε εμείς το πλέξιμο του σεναρίου, θα τους είπε εγώ το ξέρω, βαριέμαι, πηγαίντε εσείς να δείτε. Καλά, ο άλλος έφτασε μέχρι εδώ και δεν κατέβηκε στο σπήλαιο έστω να το ξαναδεί; Και τις άφησε να κατέβουν μόνες τους, και στην άγνοια τους;
Θα με κάνουν τώρα να πεταχτώ πάνω να δω ποιοι είναι, λέει ο άλλος. Ρώτα τους κιόλας αν ήρθαν εδώ με διακτινισμό, του λέω, από τα ρούχα και τα παπούτσια, σου φάνηκε να έχουν κάνει πάνω από 300 μέτρα στο βουνό; Ούτε 100, αποκρίνεται. Τινάζεται πάνω, και σκαρφαλώνει σαν να του έταξαν χρυσό. Με κοιτάει από την κορφή του βράχου. Κοιτάει πέρα. Κουνάει τα χέρια. Κανείς. Σφυράει με τη σφυρίχτρα. Διάολε, 120 ντεσιμπέλ είναι αυτά, ακούνε και οι πεθαμένοι. Τίποτα σαν απόκριση, ησυχία. Φωνάζει, εεε από πάνω καποιοος. Το ζευγαράκι, οι άλλοι από απέναντι, έχει φτάσει στο ανέβασμα από την κοίτη και μας κοιτάνε από κάτω, έγινε κάτι; μας φωνάζουν.
Ενώ από το βουνό ψηλά, τίποτα, ησυχία. Ουδείς ουδεμία ουδέν.
____________
"Σπήλαιο του Πανός"