6 Ιουλ 2018
Savvas HikerΠάει περίπου ενάμισης χρόνος, από όταν τον είδα για πρώτη φορά, ακόμη μικρούλη στο μέγεθος για τα δεδομένα ενός ελληνικού ποιμενικού. Δεμένο στο φράχτη στο σημείο που περνάει ο κόσμος για το καταφύγιο. Ήταν πολύ φοβιτσιάρης, και πιθανόν τώρα τον έδεναν εκεί για να συνηθίσει τους ανθρώπους. Ανθρώπους, όπως γενικά και οι επισκέπτες στα ορεινά καταφύγια, που σαφώς έχουν καλή συμπεριφορά απέναντι στα ζώα.
Πέρασε κάποιος καιρός.
Τον είδα πάλι δεμένο, κοντά στο αλεξικέραυνο. Ακόμη σχετικά μικρός και γαύγιζε γενικώς, ίσως για να ξορκίσει τα πνεύματα ή για να εκφράσει το φόβο του στους περαστικούς. Μια κοπελιά τον πλησίασε, στάθηκε κολλητά δίπλα του και άρχισε να του χαϊδεύει τα μπροστινά πόδια κανακεύοντας τον με διάφορα. Ο Μπούλης χαλάρωσε και απολάμβανε.
Πέρασαν μερικοί μήνες ακόμη.
Μια μέρα, πέρυσι το χειμώνα με άστατο καιρό και τα σύννεφα χαμηλά σαν ομίχλη, στην επιστροφή πέρασα από το καταφύγιο. Ο Μπούλης τώρα στο μέγεθος ήταν πιο θηρίο. Δεν υπήρχαν επισκέπτες, όπως και στο υπόλοιπο βουνό που ήταν έρημο, και τον είχαν λυτό. Όταν ξεκίνησα για κάτω, διάλεξα να πάω αρχικά από το δρόμο. Μετά την πρώτη στροφή, βλέπω ότι με ακολουθεί ο Μπούλης, διστακτικά σε απόσταση. Βγάζω ένα σάντουιτς, και του κόβω ένα κομμάτι. Τίποτα ο Μπούλης. Με το που γύριζα και τον κοίταζα, γινόταν μπουχός, κρυβόταν πίσω από τα μικρά έλατα. Έβαλα τα γέλια.
Του άφησα ένα κομμάτι πάνω σε ενα θάμνο, και απομακρύνθηκα. Το πλησίασε σαν τυφλός, μια μύριζε εδώ, μια μύριζε εκεί, το βρήκε και το έφαγε. Το ίδιο, παρακάτω, έγινε άλλες δύο φορές. Τελικά, όπως περπατούσα στην ομίχλη, ακούω τις πατούσες του να πλησιάζουν, με προσπέρασε, και πήγαινε πλέον μπροστά μου αεράτος. Είχε αποφασίσει ότι πια είμαστε αγέλη, ή κοπάδι, μάλλον. Έχω περπατήσει αρκετές φορές στο ύπαιθρο μαζί με σκύλο που με ακολούθησε, και είναι τόσο χαρακτηριστική η συνεργασία και η επικοινωνία που αναπτύσσεις μαζί τους σε τέτοιες φάσεις.
Ο Μπούλης, λοιπόν, σαν καλός ποιμενικός, όποτε το επέτρεπε η ομίχλη και έβλεπε σε κάποια ράχη τίποτα ελαφίνες, εγκατέλειπε την πορεία μας για να ανηφορίσει καλπάζοντας μέσα στα παλούκια των καμένων. Χωρίς να γαυγίζει. Έτσι, για να... τους πει ένα γεια. Οι ελαφίνες σκιάζονταν. Τον κοίταζαν έκπληκτες με αυτιά τεντωμένα σαν μίκυ μάους, να τρέχει κατα πάνω τους, και μετά αποχωρούσαν βιαστικές προς τα ψηλότερα, περίπου σαν να έλεγαν "ωχ έρχεται το χαζοχαρούμενο". Ο Μπούλης στεκόταν, με ένα ύφος, "μα γιατί δεν κάθεστε να παίξουμε;". Μετά από λίγο εμφανιζόταν πάλι στο δρόμο, παίρνοντας τη θέση του μπροστά.
Σε κάποιες φάσεις, όποτε αυξανόταν η ορατότητα και αυξανόταν η απόσταση μεταξύ μας, με περίμενε σε σημεία από όπου είχε πανοραμική θέα, παρατηρώντας μακριά και ακούγοντας τους ήχους στο τοπίο. Όταν πλησίαζα, συνέχιζε πάλι μπροστά μου.
Μερικές φορές πήγαινε σε άλλες θέσεις για λίγο. Πότε στο πλάι μου, πότε πίσω μου στο ένα μέτρο και άκουγα την ανάσα του σαν να με ακολουθεί λιοντάρι.
Η συνέχεια της πρώτης φωτο. Όταν τον σημάδευε ο φακός, έφευγε εκτός κάδρου. Έτσι μετά, έκανα πως τάχα φωτογραφίζω τη χαράδρα.
Σε ένα σημείο, γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα από το καταφύγιο, μάλλον θεώρησε ότι είχαμε φτάσει σε κάποιο δικό του γεωγραφικό όριο. Πιθανόν να είχε κάνει και άλλες φορές την ίδια διαδρομή μέχρι εκεί, ακολουθώντας άλλους πεζοπόρους. Σταμάτησε, και με κοίταζε να απομακρύνομαι στην ομίχλη.
Δεν ξέρω πως τον λένε κανονικά.
Εκείνη την ημέρα όταν μετά έδειξα σε μια φίλη μερικές φωτο του στο κινητό μου, τον έβγαλα "Μπούλη". Γιατί η φίλη μου αναφώνησε κοιτώντας τις φωτο του τσοπανόσκυλου, "καλέ... είναι μπούλης!!".
Ο Μπούλης, τον καιρό που τον είπαν... μπούλη
Μια μέρα είδα τον ιδιοκτήτη του, αλλά ξέχασα να ρωτήσω πως λένε το σκύλο. Τελικά τον λέω Μπούλη γιατί έτσι και αλλιώς έχει πλάκα.
Ο Μπούλης συνήθως δεν είναι στο καταφύγιο.
Πρόσφατα, με τις πρώτες ζέστες, τον βρήκα πάλι επάνω. Τον είχαν δέσει στο φράχτη της αυλής και μαζί στον πάγκο ενός ακριανού τραπεζιού, και φυσικά ήταν μόνος του, αφού κανείς δεν τολμούσε να καθίσει εκεί. Ο Μπούλης, λοιπόν, είχε ξαπλώσει κάτω από το τραπέζι και σκεφτόταν τι ωραία δροσιά που έχει στο βουνό.
Κάθησα στον πάγκο κουρασμένος, μετά από μια μεγαλούτσικη καλοκαιριάτικη πορεία. Τον κοιτάω κάτω από το τραπέζι. "Που'σαι ρε Μπούλη;". Σηκώθηκε με θόρυβο και με μύριζε, ενώ οι τριγύρω αλαφιάστηκαν.
Του έδωσα κάτι. Το χλαπάκιασε για πλάκα, και με κοίταξε. Του ξαναέδωσα. Το ξαναχλαπάκιασε, ούτε για σφράγισμα στο δόντι δεν του έφτανε. Τελικά, έβγαλε το κεφάλι έξω από το τραπέζι, ακούμπησε το σαγόνι του πάνω στο γόνατο μου, και με κοίταζε ευθεία ανοίγοντας ολοστρόγγυλα τα μάτια του. "Γλύκας είσαι ρε μαντράχαλε", του είπα.
Μετά από λίγο, πέρασε ο ιδιοκτήτης του από την αυλή. Τον είδε ο Μπούλης και καταχάρηκε. Πέρασε σέρνοντας το κορμί του κάτω από τον πάγκο, τεντώθηκε στην αλυσίδα να ξεπιαστεί, και τινάχτηκε. Ο Μπούλης ακόμη και όταν τινάζεται, νομίζεις ότι σείεται ο τόπος. Όπως χτυπιέται το τομάρι του δεξιά αριστερά, ακούς ένα σεισμικό "ντάπα - ντούπα - ντάπα - ντούπα". Και φυσικά, πρέπει να απομακρυνθείς λίγο, γιατί αλλιώς θα σου έρθουν διάφορα από το τρίχωμα του που μοιάζει με φλοκάτη. Κλαράκια, χαλίκια, το αυτοκινητάκι που χάσαμε τις προάλλες, και άλλα.
Αφού τινάχτηκε ο Μπούλης, ξάπλωσε στην αυλή
Αυτά περί του Μπούλη του τσοπανόσκυλου με την ψυχή μικρού παιδιού. Όσο για τις ελαφίνες, να τους πούμε τίποτα, να τον κάνουνε και λίγο παρέα!
___