Η Παρνηθούλα, όπως τη λέει η κόρη μου, έχει γίνει περισσότερο της μόδας στον ευρύ πληθυσμό τα τελευταία 2-3 χρόνια, και μαζί με αυτόν ήρθαν και οι κακές συνήθειες της πόλης. Οι οποίες πάντα έρχονταν αλλά, στα ποσοστά εκείνα, έσβηναν ή σταδιακά αφομοιώνονταν. Έτσι μέσα από αυτή τη φυσική διαδικασία ξεπηδούσαν πολλοί νέοι φυσιολάτρες, πεζοπόροι, ορειβάτες.
Τώρα όμως τα ποσοστά είναι ένας κατακλυσμός που δεν οδηγεί πουθενά. Δεξιοτέχνες οδηγοί που πάνε σαν πύραυλος ανάμεσα σε πεζούς και καροτσάκια, και αρχάριοι οδηγοί που πατάνε συνεχώς φρένο μποτιλιάροντας τον ένα και μοναδικό δρόμο. Εκδρομείς που περπατούν στο δάσος παρέα με ηχοσυστήματα στη διαπασών, δεν τους μαγεύει το δάσος, δεν εντυπωσιάζονται από το σύννεφο που ανεβαίνει από το φαράγγι. Και σκουπίδια. Πολλά σκουπίδια, που τα σέρνει ο άνεμος και τα ανακατεύουν τα αγρίμια.
Η πολιτεία ως συνήθως, αντί να προλάβει, θα εμφανιστεί μόνο για να διορθώσει με εικοσαπλάσιο κόστος. Αν τότε μπορεί πια να διορθώσει. Έχει ειπωθεί πολλές φορές, από όλους, ότι πρέπει να επανέρθουν οι δημόσιες συγκοινωνίες όπως ήταν παλιά, που εξυπηρετούσαν την Πάρνηθα με αφετηρία στην Αθήνα, και αντίστοιχες τερματικές στάσεις στη Φυλή, στο Μετόχι, στην Αγία Τριάδα, στους Θρακομακεδόνες. Να επανέρθουν έστω τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, αλλά όμως τις ίδιες ημέρες να υπάρχει απαγόρευση της εισόδου στο βουνό των ΙΧ αυτοκινήτων.
Τα αυτοκίνητα κουβαλούν μαζί τους και εκείνα που δεν μπορεί η φύση να καταστείλει ή να επηρεάσει, ή ποσότητες με τις οποίες δεν προλαβαίνει. Όπως ψησταριές, μποτιλιαρίσματα, βιασύνες, ανθρώπους που δεν τους αρέσει η φύση, ηχορύπανση, υπερβολικό όγκο σκουπιδιών, ακόμη και πυρκαγιές από ατυχήματα. Ο κατάλογος είναι μεγάλος.