24 Δεκ 2017
Savvas Hiker Ποιος ήπιε καφέ στην Πάρνηθα, έξω σε 0°C θερμοκρασία περιβάλλοντος;
Το ξέρεις ήδη. Εσύ, εγώ, όλοι εμείς οι ορειβάτες, είμαστε μαζόχες. Όποιος κολλήσει το μικρόβιο, δεν έχει γιατρειά. Σάββατο 23. Έφτασα στη βάση στο Μετόχι και, φυσικά την γκαντεμιά μου μέσα, ο μεν δρόμος ήταν κλειστός με περιπολικό -τα δε μηχανήματα ήσαν επάνω και δούλευαν- το δε Καζίνο, ταυτόχρονα, είχε κλείσει το τελεφερίκ για τους μη επισκέπτες. Βεβαίως το Καζίνο θα μπορούσε, όπως θα μπορούσε και η Νομαρχία για τα δικά της, να έχει μια διαδικτιακή real-time ενημέρωση περί αυτού, τουλάχιστον να ενημερωνόμαστε εγκαίρως όσοι είμαστε τακτικοί στο βουνό, αλλά σιγά μην το έκανε.
Ανάβαση Χούνης
Τι κάνουμε τώρα λοιπόν;
Ήμουν μόνος. Έναν καφέ ήθελα να πιω τον ρημάδη, στο καταφύγιο και να γυρίσω σπίτι. Δεν είχα προετοιμαστεί για καμια σοβαρή πορεία, ούτε πρακτικά ούτε ψυχολογικά. Άσε που η Χούνη δεν είναι για διαδρομές παγωμένη, ή χιονισμένη κάτω από τα 800μ, αντιθέτως τότε, είναι άκρως επικίνδυνη.
Κοίταξα το βουνό από κάτω. Είτε έλεγες ότι ήταν το Νάγκα Παρμπάτ, είτε η Μαρμόλαντα, είτε η Πάρνηθα, ήταν το ίδιο. Κάτασπρη κάτω από μαύρα σύννεφα, απόκοσμη, με αέρα που σάρωνε τα πάντα και ράπιζε παγωμένη ζάχαρη στα μάτια σου από λίγο πριν την είσοδο της Χούνης.
Ευτυχώς είχα μαζί μου το βαρύ τεχνικό αντιανεμικό (technical jacket σκέτο χωρίς επένδυση) που έχω χρόνια, από την εποχή που έκανα ορειβατικό σκι ακόμη (τώρα τίποτα, δει δη χρημάτων). Σφήνωσα τα υπόλοιπα ρούχα στο σακίδιο και έμεινα με τη φανέλα, φασκιώθηκα με το αντιανεμικό, έβαλα τα απλά προστατευτικά γυαλιά -κανονικά οι συνθήκες απαιτούσαν χιονοδρομικά τύπου μάσκα- και σε 10λ ήμουν στην αρχή της Χούνης. Μέχρι τα 700μ παρα κάτι, υψόμετρο, έβγαλα τη διαδρομή για πλάκα. Το μόνο πρόβλημα ήταν αυτό που μας κυνηγάει τα τελευταία χρόνια, η απίστευτη υγρασία που είναι πάντα παρούσα πια, χειμώνα καλοκαίρι, άρα και ο ιδρώτας. Το κακό είναι ότι τον χειμώνα ο ιδρώτας παγώνει. Ντύνεσαι καλά και ο ιδρώτας αυξάνεται αφόρητα, ντύνεσαι ελαφριά και παγώνει, αλλά ο ιδρώτας πάντα εκεί. Άνοιξα τις μασχάλες του αντιανεμικού και τα μανικέτια, ενώ τα γάντια τα έβαλα πρώτη φορά στην επιστροφή, μετά το καταφύγιο, μιλάμε για τόση υγρασία παρά τον βορριά με τις ριπές Σιβηρίας και τη θερμοκρασία που έπαιζε κάπου στους -3°C στα ψηλότερα.
Στην ανάβαση, ακολούθησε ένα σύντομο διάστημα γύρω στα 70μ υψομετρική με λασπωμένο γλιστερό χιόνι, και μετά άρχιζε το μαρτύριο της σταγόνας. Μονότονα λυσσαλέες ριπές που σου κόβουν την αναπνοή και θέλουν να σε πάνε πατινάζ τη μισή πλαγιά παρακάτω, ανάμεσα στις πέτρες και τα ξύλα, παρθένο αλλά υγρό και βαρύ χιόνι στο οποίο αλλού πατούσες και αλλού πήγαινε το πόδι σου, και βράχια με υαλόπαγο που ήθελαν καταρχήν αναγνώριση αλλά και προσοχή. Δεν ήταν ακριβώς μικτό πεδίο, αλλά ήταν το ίδιο χρονοβόρο, ανούσιο, και επικίνδυνο. Με τόσο ανακατεμένες συνθήκες, και τόση υγρασία παρά το κρύο, υποθέτω ότι τις επόμενες ημέρες η Χούνη πάνω από τη μέση θα παγώσει εντελώς.
Στη διακλάδωση, προτίμησα να πάω αριστερά, προς τον αυχένα Μαυροβούνι - Κακή Ράχη, για να πάω μετά στο καταφύγιο από τον δρόμο. Εκεί θαύμασα τη χάραξη στο χιόνι που έκανε ο πρώτος που είχε περάσει από αυτό το σκέλος. Το θηρίο, σε εκείνα τα τελευταία κρίσιμα 500μ πριν βγείς στην άσφαλτο -εκεί δεν υπάρχει σήμανση ή κόκκινα σημάδια- θυμόταν ακριβώς από που πήγαινε το μονοπάτι ανάμεσα στα βάτα των καμένων, το οποίο δεν το βρίσκεις ούτε το καλοκαίρι. Γενικά, από την αρχή της Χούνης, συνάντησα μόνο δύο άλλους ορειβάτες που ανέβαιναν αλλά ματαίωσαν και γύρισαν πίσω, συν έναν που συνέχισε μπροστά από μένα, και γύρω στις 2-3 παρέες που κατέβαιναν μάλλον από διανυκτέρευση.
Ο διασώστης
Βγήκα στο δρόμο στα χάλια μου. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν ο συνδιασμός παγωμένου ιδρώτα και πείνας που μου τρύπαγε το στομάχι από ώρα, από 300μ χαμηλότερα. Ο άνεμος στους -3°C καθιστούσε μεγάλη ιστορία έως αδύνατον το να σταθείς κάπου, να ντυθείς για λίγο, και να φας κάτι έστω στα γρήγορα, κάθε λεπτό μετρούσε.
Το χιόνι στο βουνό ήταν μόνο από 20 μέχρι 40 εκ, αλλά έτσι υγρό και βαρύ, δημιουργούσε διάφορα προβλήματα, ακόμη και στη χρήση των μπατόν.
Μετά από κανα χιλιόμετρο στο δρόμο, βρήκα τα μηχανήματα που έκαναν τον πρώτο τον βασικό καθαρισμό, και διάφορα άλλα περνούσαν πάνω κάτω. Μετά από άλλα 300μ άρχισα να σκέφτομαι να φωλιάσω σε καμια εσωτερική στροφή με το πόντσο και να φάω κάτι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθε ένας από ουρανού διασώστης. Με προσπέρασε ένα από τα μηχανήματα, σταμάτησε, ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και φώναξε "περνάω από Μπάφι, έλα να σε αφήσω". Σου λέει ο άνθρωπος, αποκλείεται εδώ που είναι τώρα αυτός να πηγαίνει κάπου αλλού σήμερα.
Έχω περπατήσει πολλές φορές μόνος σε δρόμους, και νύχτα, και ούτε μια φορά προσφέρθηκε κάποιος να με πάει παρακάτω διότι όταν σε βλέπουν με σακίδιο πάνω στο βουνό σκέφτονται ότι απλά κάνεις το χόμπι σου, ότι κάνεις κάτι που γουστάρεις. Σήμερα, σε διάφορες φάσεις, προσφέρθηκαν τρείς οδηγοί. Λογικά θα θεώρησαν ότι οι συνθήκες ήταν κάτι χειρότερο από κατάλληλες για χόμπι. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Καταφύγιο
Τελικά, φτάνω στο καταφύγιο, το οποίο ήταν αποκλεισμένο. Μέσα ήταν μόνο μερικοί από διανυκτέρευση. Ντύθηκα φούλ, έφαγα στα γρήγορα, σχεδόν δεν μάσαγα, πήρα μαζί τον πολυπόθητο καφέ και βγήκα στο χαγιάτι, παρέα με τον Φώτη τον γάτο. Ο Φώτης ο καιροσκόπος, αλλά κύριος πάντα, σπάνια κάθεται πολλή ώρα μαζί σου, αφού πρέπει να ερευνήσει και τα άλλα τραπέζια, όμως σήμερα ήταν μόνος του στο έρημο χαγιάτι. Αφού με μάλαξε 2-3 φορές, έπαιξα μαντολίνο με τα μουστάκια του, και μύρισε το πιατάκι του καφέ με απογοήτευση, στρογγυλοκαθήσαμε παρέα. Τα νάυλον στο χαγιάτι είχαν κολλημένες τούφες από παγωμένο χιόνι, παντού, όπως γεμίζουν τα γιορτινά τζάμια στην πόλη με τούφες μπαμπάκι ή μυτιές σπρέι, αλλά εδώ ήταν από τον καιρό, και ενδεικτικό της κατάστασης.
An older photo of Fotis the cat |
and another one, lurking for treats from nearby visitors |
Αποτυχημένη δοκιμή
Ένα από τα πράγματα που με νευριάζει απίστευτα στη ζωή, είναι το να έχω προσχεδιάσει κάτι, να το έχω προετοιμάσει, να το έχω δουλέψει, και τελικά να πάει εντελώς στραβά σαν να μην είχα κάνει οποιαδήποτε προετοιμασία και κόπο για αυτό.
Ξεκίνησα λοιπόν για κάτω λίγο μετά τη δύση ηλίου. Ήξερα ότι λόγω της ασπράδας του χιονιού θα είχα λίγη παραπάνω ώρα μέχρι το σκοτάδι. Για να γεμίσω τη μέρα, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο της απλής πορείας, είχα προγραμματίσει να δοκιμάσω στη μισονυχτερινή επιστροφή από τη σίγουρα παγωμένη άσφαλτο, κάτι μίνι πεζοπορικά κραμπόν (γκριπς), και είχα μεριμνήσει από την Άνοιξη ακόμη για να τα βρώ και να τα έχω στα πρώτα χιόνια. Αυτά τα γκριπς που είναι ελαστικά και έχουν από κάτω μερικά καρφιά, τα περνάς στυλ καλτσοδέτα στο παπούτσι ώστε τα καρφιά να είναι κάτω από το κουντεπιέ, ή την καμάρα, ανάλογα το μοντέλο. Τούτα εδώ, τα συγκεκριμένα, είναι κατάλληλα για δρόμους.
Τα κατάλληλα για δρόμο γκριπς της μη... δοκιμής
Και άλλα πεζοπορικά γκριπς, που μάλλον κάνουν και για μονοπάτι.
Αυτά είναι για άλλη δοκιμή, γιατί θέλουν πρώτα μια τροποποίηση.
Και φεύγοντας από το καταφύγιο δεν τα έβαλα!
Δέθηκα, γκετο-ποδέθηκα, γυαλο-σκουφο-μπαντανο-γαντο-φορέθηκα, ανέπτυξα τα μπατόν, έσφιξα το φορτίο μου, και ξέχασα το βασικό, να βάλω στην τσέπη τα γκριπς για να τα τοποθετήσω αργότερα. Έλα όμως που νυχτερινή άσφαλτος τον χειμώνα (δες και εδώ), με χιόνι, στην Πάρνηθα σημαίνει ένα πράγμα. Πάγος, και πολλές φορές υαλόπαγος, σίγουρα από τα 1.050μ και πάνω, και ενδεχομένως στα χαμηλότερα.
Περνώντας το αποκλεισμένο πάρκινγκ, τα θυμήθηκα, αλλά ήδη με είχε παραλάβει ο μανιασμένος αέρας και τα πυκνά ραπίσματα με την παγωμένη ζάχαρη. Λέω, τώρα δεν σταματάω με τίποτα να κατεβάσω σακίδιο, θα πατάω στις άκρες στο κρουσταλιασμένο χιόνι και θα πάω Καζίνο, υποθετικά θα με αφήσουν να κατέβω. Και... τότε ήρθε το ατύχημα που περίμενε να συμβεί.
Το ατύχημα
Παίρνω δρόμο και δρομάκι λοιπόν, που λέει η ατάκα, τσούκου τσούκου, άκρη άκρη, νύχτωσε αρκετά, έχω ανάψει και το φακό στο γόνατο να ξεχωρίζω το που ασπρίζει περισσότερο (hint: είναι το πιο ασφαλές σημείο ενός χιονισμένου δρόμου). Τα χιλιόμετρα φεύγουν προσεκτικά. Περνάει ένα πρώτο τζιπ. Περνάει και ένα δεύτερο τζιπ. Αυτό σταμάτησε "θες ένα λιφτ;" (να'ναι καλά ο άνθρωπος) "όχι ευχαριστώ, τα καταφέρνω, καλό δρόμο!". Τι το'θελα; Τι καλά που θα ήταν να έχω δεχτεί. Θα με άφηνε λίγο παρακάτω στη διακλάδωση και θα ήταν όλα καλά.
Σε κάποια φάση, δεν προλαβαίνω να συνειδητοποιήσω ότι ξαφνικά ο δρόμος δεν έχει λευκή λωρίδα στην άκρη. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να πατάω μια σκούρα επιφάνεια πριν το καταλάβω. Βρέθηκα ανάσκελα στον αέρα σε ύψος 70εκ περίπου (ναι, ανάσκελα σημαίνει ότι κάπου ξεχάστηκα στην τεχνική βάδιση, μη βαράς), και από εκεί έσκασα οριζόντιος με την πλάτη στην παγωμένη άσφαλτο. Η πίσω πλευρά της λεκάνης μου πόνεσε σαν να με πυροβόλησε τανξ, ο πόνος τινάχτηκε προς όλες τις κατευθύνσεις μουδιάζοντας τα πάντα μέχρι τα δάχτυλα, ποδιών και χεριών. Εμεινα ξαπλωμένος, παράλυτος, και έντρομος, να κοιτάω το παγωμένο σύννεφο που περνούσε μερικά μέτρα ψηλότερα από το δρόμο. Μόνος. Τέτοια μέρα με τις γρήγορες προσβάσεις κλειστές, και τις άλλες προβληματικές, και μάλιστα νύχτα, ήταν απρόβλεπτο το πότε και αν θα περνούσαν άλλα αυτοκίνητα, ή έστω πεζοί. Τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά ξάπλα στον πάγο, τα μπατόν ακόμη περασμένα στα χέρια. Υπέθεσα ότι είχα χτυπήσει την λεκάνη στην άσφαλτο, όμως όπως αποδείχτηκε αργότερα, την είχα χτυπήσει στο κάτω μέρος του σακίδιου. Φόραγα ένα με κυρτή πλάτη, που έχει κάποιο είδος μικρού σκελετού, όμως δεν είχε επιθέματα στα σημεία επαφής με τη μέση εκτός από ένα ύφασμα επικάλυψης.
Πέρασε ένα λεπτό. Κουνήθηκα λίγο. Ο πόνος σαν να είχε μαλακώσει, αλλά ακόμη με μούδιαζε. Από γνώση σε κάποιες ανάλογες καταστάσεις, και από ένστικτο, γύρισα μπρούμυτα. Σηκώθηκα στα τέσσερα, μετά σηκώθηκα αργά-αργά όρθιος. Ο άνεμος λύσσαξε πάλι, τώρα το ανεμοσούρι ανέβαινε την πλαγιά και με τύλιξε χτυπώντας από παντού με φερτό κρυσταλλωμένο χιόνι. Έχασα λίγο την αίσθηση ισορροπίας. Στηρίχτηκα στα μπατόν και ο πόνος ανακουφίστηκε λίγο. Έκανα μερικά βήματα. Το ένα μπατόν είχε συμπτυχθεί μόνο του αρκετά εκατοστά, το διόρθωσα. Τα σωστά μπατόν συμπτύσσονται λίγο για να μην σπάσουν, απορροφώντας μια μεγάλη πίεση, και, να γιατί προσέχουμε στην αγορά τα κλιπς τους να δουλεύουν και με τα γάντια.
Είχα ακόμη 1,5 χιλιόμετρο. Το μισό στην παγωμένη άσφαλτο, και ένα στη συνέχεια από το μονοπάτι για το Καζίνο. Ο αέρας τώρα έγινε σταθερός από βόρεια, πρέπει να ήταν γύρω στα 60 χιλιόμετρα. Α ρε Πάρνηθα, όλα αυτά στο δρόμο των καταφυγίων λέμε, την πιο απλή διαδρομή στα ψηλά. Συνέχισα με πολύ μικρά βήματα. Το κομμάτι της ασφάλτου βγήκε με πόνους αλλά σχετικά άνετα. Το μονοπάτι όμως ήταν μισοπατημένο, το πολύ να είχαν περάσει τέσσερις άνθρωποι από το πρωί, και κατα τόπους κλειστό από τα ανεμοσούρια. Κάθε φορά που σήκωνα το πόδι λίγο ψηλότερα για τα εμπόδια, βόγγαγα.
Έφτασα στο τελεφερίκ. Κατέβηκα. Αναστατώθηκε κόσμος και ντουνιάς, φίλοι και γνωστοί. Και τώρα είμαι οριζόντιος στο κρεβάτι και μόλις έγραψα μια μεγαλούτσικη ιστορία αφού δεν έχω τι να κάνω. Η πρόβλεψη του γιατρού είναι οτι θα είμαι κλινήρης, τουλάχιστον με αρκετό πόνο και μεγάλο αιμάτωμα και βλέπουμε για κάτι σοβαρότερο, για τουλάχιστον τις επόμενες 10 ημέρες, πάνε οι γιορτές δηλαδή. Χμ... θα δούμε, πονάνε οι ορειβάτες μωρέ;
---