22 Μαι 2015 Ανανέωση Οκτ 2023
Savvas HikerΤα ορειβατικά παπούτσια, χαμηλά, μποτάκια, μπότες. Πως επιλέγουμε το μέγεθος; Ποιες είναι οι κατηγορίες, και ποια είναι τα μυστικά των ορειβατικών παπουτσιών; Τα υλικά και τα μέρη. Η αδιαβροχότητα, και πολλά άλλα.
Περιεχόμενα
Το ύψος του υποδήματος
Τα αποφασιστικά σημεία στην επιλογή του ύψους του υποδήματος είναι τρία πράγματα,
(1) πόσο εμπιστοσύνη έχετε στους αστραγάλους σας μέχρι στιγμής,
(2) πόσο βαρύ σακίδιο κουβαλάτε, και
(3) ο συνδυασμός: καιρός-έδαφος-διάρκεια
Αρχίζοντας από το 3ο, αν πρόκειται για διαδρομή σε "χειμερινό υψηλό βουνό" στις περισσότερες περιπτώσεις επιβάλλεται χρήση ψηλής μπότας της κατηγορίας mountaineering. Ο παράγοντας "διάρκεια", συνήθως (δηλαδή όχι πάντα), έχει να κάνει με τον διαχωρισμό μεταξύ ημερήσιας ή πολυήμερης δραστηριότητας όπου, και πάλι, συνυπολογίζονται οι παράγοντες του καιρού και του εδάφους.
Μέχρι 7κ-8κ σακίδιο, ενώ είναι ήδη αρκετά βαρύ για ημερήσιο, θεωρείται ελαφρύ και δεν υποχρεώνει στη χρήση μπότας. Οι εξασκημένοι στο βουνό, αν δεν επιβάλει κάτι διαφορετικό η φύση του εδάφους και τα προσωπικά γούστα, κάνουν την αλλαγή από χαμηλό ορειβατικό ή χαμηλό ημίμποτο σε ψηλότερο ορειβατικό κάπου μετά τα 8κ-10κ στο σακίδιο και για αποστάσεις μεγαλύτερες από 4ω-5ω, ή φυσικά, για χιονοσκεπή περιβάλλοντα βαθμού δυσκολίας άνω του μέτριου.
(1) πόσο εμπιστοσύνη έχετε στους αστραγάλους σας μέχρι στιγμής,
(2) πόσο βαρύ σακίδιο κουβαλάτε, και
(3) ο συνδυασμός: καιρός-έδαφος-διάρκεια
Αρχίζοντας από το 3ο, αν πρόκειται για διαδρομή σε "χειμερινό υψηλό βουνό" στις περισσότερες περιπτώσεις επιβάλλεται χρήση ψηλής μπότας της κατηγορίας mountaineering. Ο παράγοντας "διάρκεια", συνήθως (δηλαδή όχι πάντα), έχει να κάνει με τον διαχωρισμό μεταξύ ημερήσιας ή πολυήμερης δραστηριότητας όπου, και πάλι, συνυπολογίζονται οι παράγοντες του καιρού και του εδάφους.
Μέχρι 7κ-8κ σακίδιο, ενώ είναι ήδη αρκετά βαρύ για ημερήσιο, θεωρείται ελαφρύ και δεν υποχρεώνει στη χρήση μπότας. Οι εξασκημένοι στο βουνό, αν δεν επιβάλει κάτι διαφορετικό η φύση του εδάφους και τα προσωπικά γούστα, κάνουν την αλλαγή από χαμηλό ορειβατικό ή χαμηλό ημίμποτο σε ψηλότερο ορειβατικό κάπου μετά τα 8κ-10κ στο σακίδιο και για αποστάσεις μεγαλύτερες από 4ω-5ω, ή φυσικά, για χιονοσκεπή περιβάλλοντα βαθμού δυσκολίας άνω του μέτριου.
Κατηγορίες ύψους υποδήματος
Η μπότα πλήρους ύψους (high ή tower)
δεν φοριέται εύκολα, και δεν φοριέται στις μέρες μας για κάτι λιγότερο από το χειμερινό βουνό. Οι μπότες κατηγοριοποιούνται με την κλίμακα Β:
B0 Εντελώς εύκαμπτες μπότες, τόσο στη σόλα όπως και στο συνολικό κέλυφος. Δεν μπορούν να δεχτούν ορειβατικά κραμπόν, ακόμη και τα κλασικά με τα λουριά, γιατί λόγω της μεγάλης ευκαμψίας είτε δεν θα συνεργάζονται με τα κραμπόν είτε τελικά θα δημιουργούνται χαλαρά σημεία εφαρμογής. Επίσης, το υλικό στο πάνω μέρος δεν παρέχει καλή μόνωση όταν πιέζεται με τα λουριά. Όπως όλα τα υποδήματα, μπορούν να συνδιάζονται με απλά αντιολισθητικά βοηθήματα (πχ grips, cleats, studs, spikes, shoe chains), για περιορισμένη χρονικά χρήση. Έτσι, οι μπότες αυτές ανάλογα το μοντέλο ίσως να είναι κατάλληλες και για συνθήκες χειμώνα γενικά, αλλά όχι κατάλληλες για κλίσεις χιονιού, ενδεχομένως ακόμη και ασήμαντες, χτύπημα σκαλοπατιών ή μικρά πατήματα ή ορειβατικές συνθήκες χιονιού ή πάγου σε κλίσεις και αναρριχητικά κομμάτια.
Στην κατηγορία B0, όσον αφορά την ευκαμψία και τις μη δυνατότητες στο χιόνι ή τον πάγο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμπεριλαμβάνονται πολλά ημίμποτα και σχεδόν όλα τα χαμηλά ορειβατικά.
Στην κατηγορία B0, όσον αφορά την ευκαμψία και τις μη δυνατότητες στο χιόνι ή τον πάγο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμπεριλαμβάνονται πολλά ημίμποτα και σχεδόν όλα τα χαμηλά ορειβατικά.
B1 Γεροδεμένες μπότες με ευκαμψία στο κέλυφος αλλά σχετική ακαμψία στη σόλα. Ανάλογα το μοντέλο επιτρέπουν και μικρά πατήματα, κυρίως πεζοπορικής φύσης. Δέχονται τα κλασικά κραμπόν με λουριά (C1). Με ή χωρίς κραμπόν, συνεργάζονται αρκετά καλά σε ορειβατικές συνθήκες χιονιού έως μέτριες κλίσεις, όχι όμως σε μεγάλες ή αναρριχητικές κλίσεις ή πάγου.
Από την κατηγορία B1 αρχίζει σταδιακά να εμφανίζεται η από κατασκευής τοποθέτηση κάποιας λάμας ή πλάκας (μεταλλικής ή συνθετικής), αθέατης και ένθετης κατά μήκος της σόλας στο εσωτερικό της, ενώ σε πολλά μοντέλα αντί λάμας εφαρμόζεται κάποιας ανάλογης χρησιμότητας συνδιασμός υλικών. Η λάμα ή η πλάκα στις μικρότερες κατηγορίες είναι πιο εύκαμπτη ή περίπου αρθρωτή, με σκοπό κυρίως την πλευρική ακαμψία της σόλας, και περνώντας στις επόμενες κατηγορίες είναι περισσότερο άκαμπτη και στο διαμήκη άξονα.
B2 Έχουν πιο άκαμπτη σόλα, αλλά και μια σχετική ακαμψία στο κέλυφος της μπότας. Εδώ ανήκουν και οι πιο πολλές από τις κλασικές ορειβατικές μπότες. Στις περισσότερες η κατασκευή τους, στις μέρες μας, επιτρέπει τη χρήση και κραμπόν τύπου C2. Το κέλυφος, θερμομονωτικά, είναι ικανό να δεχτεί την πίεση από τα λουριά των κραμπόν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Είναι αρκετά κατάλληλες μπότες για άνοιγμα βημάτων σε κλίσεις χιονιού, και για σκάλωμα σε σχετικά μικρά πατήματα.
Στην κατηγορία B2, ή περίπου σαν κατηγορία ανάλογης κατασκευής και δυνατοτήτων, συμπεριλαμβάνονται και μερικά ημίμποτα.
B3 Πλήρως άκαμπτες, με την πεζοπορική έννοια, και μια από τις αιτίες για την ύπαρξη της κατηγορίας παπουτσιών approach. Είναι οι κατ'εξοχήν μπότες υψηλού βουνού (mountaineering), κατάλληλες για όλες τις σχετικές τεχνικές, όπως και κατάλληλες για αναρρίχηση πάγου κλπ. Δέχονται (και) κραμπόν τύπου C3. Υπάρχουν διάφορες υποκατηγορίες, πιο ειδικές για αναρριχητικά κομμάτια, ή "διπλές χειμερινές" με εσωτερικό μποτάκι, κλπ.
Η μπότα μέσου ύψους (mid)
ή "ημίμποτο", για αυτό συνήθως τη λέμε "μποτάκι". Παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα, στα πολύ χαμηλά ύψη μπότας δεν παρέχει σημαντική στήριξη αστραγάλων αλλά έμμεση, και προστασία σε μεγαλύτερη επιφάνεια από χτυπήματα. Ανάλογα και τα μποτάκια, υπάρχουν με διάφορα ύψη από αρκετά ψηλά έως αρκετά χαμηλά που σχεδόν μοιάζουν στα "χαμηλά" παπούτσια. Μερικά από τα ψηλότερα ημίμποτα, και εφόσον έχουν τη σχετική ακαμψία (τύπου B1) που είναι πλέον σπάνια περίπτωση σε αυτή την κατηγορία, δέχονται κραμπόν C1.
ή "ημίμποτο", για αυτό συνήθως τη λέμε "μποτάκι". Παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα, στα πολύ χαμηλά ύψη μπότας δεν παρέχει σημαντική στήριξη αστραγάλων αλλά έμμεση, και προστασία σε μεγαλύτερη επιφάνεια από χτυπήματα. Ανάλογα και τα μποτάκια, υπάρχουν με διάφορα ύψη από αρκετά ψηλά έως αρκετά χαμηλά που σχεδόν μοιάζουν στα "χαμηλά" παπούτσια. Μερικά από τα ψηλότερα ημίμποτα, και εφόσον έχουν τη σχετική ακαμψία (τύπου B1) που είναι πλέον σπάνια περίπτωση σε αυτή την κατηγορία, δέχονται κραμπόν C1.
"Έμμεση στήριξη" σημαίνει οτι δεν υποστηρίζει σοβαρά. Όμως, το αγκάλιασμα που κάνει στους αστραγάλους αποτρέπει σε κάποιο βαθμό την ανατροπή του υποδήματος, και ταυτόχρονα, δίνει μια αυτόματη αίσθηση του πότε το πόδι πάει να πατήσει σε λάθος στάση, έτσι ο χρήστης ενστικτωδώς διορθώνει το πάτημα του και τη λάθος γωνία.
Το ψηλότερο υπόδημα, όμως, έχει ένα διπλό τίμημα. Αυξάνει το βάρος στα πόδια, φορτίο που έχει πολλαπλάσια επιβάρυνση από το αν ήταν στο σακίδιο, και περιορίζει την αθλητική ευκαμψία του ποδιού.
Όλα αυτά, το ύψος, το βάρος, την ακαμψία, από την άλλη πλευρά, όχι μόνο δεν τα αποφεύγουμε σε δύσκολους συνδυασμούς καιρού-εδάφους-διάρκειας αλλά κατά περίπτωση (πχ την ακαμψία) τα επιδιώκουμε κιόλας.
Το χαμηλό ορειβατικό παπούτσι (low cut)
ενώ φαινομενικά πάει παντού, δεν είναι κατάλληλο για τις τεχνικές απαιτήσεις σε ένα έντονα χειμερινό βουνό, επίσης, είναι σχετικά δύστροπο στο "πάντρεμα" με γκέτες για βαθύ χιόνι, και αντί κραμπόν δέχεται μόνο απλά αντιολισθητικά βοηθήματα (πχ grips, cleats, studs, spikes, shoe chains) για χρήση περιορισμένης διάρκειας και είδους εδαφών. Ίσως δεν εξυπηρετεί καλά σε πολυήμερες, ανάλογα το μοντέλο, το έδαφος, τον καιρό και την εποχή. Περιορίζει τη δυνατότητα μεταφοράς αυξημένου φορτίου (πάνω από 10-15 κιλά). Και φυσικά, απαιτεί ενεργή τήρηση της τεχνικής της βάδισης.
► Η τεχνική βάδισης, σε ορεινά, ή ολισθηρά, ή ανώμαλα εδάφη (το γόνατο, συνεχώς, πάνω ή εμπρός από την κάθετο στο πάτημα), στο χώμα, στο βραχώδες, στο χιόνι, στην άνοδο, στην κάθοδο, στην τραβέρσα, οπουδήποτε, γίνεται σχεδόν αυτόματα με τα ψηλότερα υποδήματα, σε σημαντικό βαθμό πάντως, ενώ στα χαμηλά παπούτσια απαιτείται συνεχώς η ενεργή εφαρμογή της τεχνικής από τον χρήστη. Επιλογή η οποία, στον χρήστη των χαμηλών υποδημάτων, προσδίδει ευελιξία, ίσως και ακόμη καλύτερη εφαρμογή της τεχνικής όταν απαιτείται, αλλά η ανάγκη για αυξημένη ενεργή συμμετοχή στην τεχνική, ενέχει πάντα τον παράγοντα λάθους από κόπωση, απροσεξία, ή άλλους παράγοντες.
Το όφελος με την τεχνική βάδισης είναι ότι αυτή συντελεί σχεδόν στον εκμηδενισμό των ατυχημάτων (1) από γλιστρίματα, και (2) από στραβοπατήματα (πχ διαστρέμματα) συνήθως λόγω ανατροπής του χαμηλού υποδήματος όταν δεν εφαρμόζεται η τεχνική. Επίσης, η τεχνική βάδισης υποβοηθά και σε κάποια άλλα θέματα.
Το θέμα της "ανατροπής" στα χαμηλά παπούτσια, παίζει στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην εμπειρία του κατασκευαστή και τον ιδιαίτερο προορισμό χρήσης ενός μοντέλου. Με άλλα λόγια, το χαμηλό για να μην ανατρέπεται εύκολα πρέπει να έχει πλατιά σόλα πίσω, στο "τακούνι", κάτι που βοηθά και στην πλευσιμότητα στα σαθρά (στα τρεξίματος η διαπλάτυνση για καλύτερη πλευσιμότητα γίνεται μπροστά), όμως, αν το παπούτσι προορίζεται για τρέξιμο ή προσέγγιση, η σόλα δεν ξεπερνά κάποιο όριο πλάτους πίσω (στα αυστηρά προσέγγισης αυτό ισχύει και για μπροστά).
Το ψηλότερο υπόδημα, όμως, έχει ένα διπλό τίμημα. Αυξάνει το βάρος στα πόδια, φορτίο που έχει πολλαπλάσια επιβάρυνση από το αν ήταν στο σακίδιο, και περιορίζει την αθλητική ευκαμψία του ποδιού.
Όλα αυτά, το ύψος, το βάρος, την ακαμψία, από την άλλη πλευρά, όχι μόνο δεν τα αποφεύγουμε σε δύσκολους συνδυασμούς καιρού-εδάφους-διάρκειας αλλά κατά περίπτωση (πχ την ακαμψία) τα επιδιώκουμε κιόλας.
Το χαμηλό ορειβατικό παπούτσι (low cut)
ενώ φαινομενικά πάει παντού, δεν είναι κατάλληλο για τις τεχνικές απαιτήσεις σε ένα έντονα χειμερινό βουνό, επίσης, είναι σχετικά δύστροπο στο "πάντρεμα" με γκέτες για βαθύ χιόνι, και αντί κραμπόν δέχεται μόνο απλά αντιολισθητικά βοηθήματα (πχ grips, cleats, studs, spikes, shoe chains) για χρήση περιορισμένης διάρκειας και είδους εδαφών. Ίσως δεν εξυπηρετεί καλά σε πολυήμερες, ανάλογα το μοντέλο, το έδαφος, τον καιρό και την εποχή. Περιορίζει τη δυνατότητα μεταφοράς αυξημένου φορτίου (πάνω από 10-15 κιλά). Και φυσικά, απαιτεί ενεργή τήρηση της τεχνικής της βάδισης.
► Η τεχνική βάδισης, σε ορεινά, ή ολισθηρά, ή ανώμαλα εδάφη (το γόνατο, συνεχώς, πάνω ή εμπρός από την κάθετο στο πάτημα), στο χώμα, στο βραχώδες, στο χιόνι, στην άνοδο, στην κάθοδο, στην τραβέρσα, οπουδήποτε, γίνεται σχεδόν αυτόματα με τα ψηλότερα υποδήματα, σε σημαντικό βαθμό πάντως, ενώ στα χαμηλά παπούτσια απαιτείται συνεχώς η ενεργή εφαρμογή της τεχνικής από τον χρήστη. Επιλογή η οποία, στον χρήστη των χαμηλών υποδημάτων, προσδίδει ευελιξία, ίσως και ακόμη καλύτερη εφαρμογή της τεχνικής όταν απαιτείται, αλλά η ανάγκη για αυξημένη ενεργή συμμετοχή στην τεχνική, ενέχει πάντα τον παράγοντα λάθους από κόπωση, απροσεξία, ή άλλους παράγοντες.
Το όφελος με την τεχνική βάδισης είναι ότι αυτή συντελεί σχεδόν στον εκμηδενισμό των ατυχημάτων (1) από γλιστρίματα, και (2) από στραβοπατήματα (πχ διαστρέμματα) συνήθως λόγω ανατροπής του χαμηλού υποδήματος όταν δεν εφαρμόζεται η τεχνική. Επίσης, η τεχνική βάδισης υποβοηθά και σε κάποια άλλα θέματα.
Το θέμα της "ανατροπής" στα χαμηλά παπούτσια, παίζει στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην εμπειρία του κατασκευαστή και τον ιδιαίτερο προορισμό χρήσης ενός μοντέλου. Με άλλα λόγια, το χαμηλό για να μην ανατρέπεται εύκολα πρέπει να έχει πλατιά σόλα πίσω, στο "τακούνι", κάτι που βοηθά και στην πλευσιμότητα στα σαθρά (στα τρεξίματος η διαπλάτυνση για καλύτερη πλευσιμότητα γίνεται μπροστά), όμως, αν το παπούτσι προορίζεται για τρέξιμο ή προσέγγιση, η σόλα δεν ξεπερνά κάποιο όριο πλάτους πίσω (στα αυστηρά προσέγγισης αυτό ισχύει και για μπροστά).
Στην παραπάνω φωτο συγκρίνεται το πλάτος της σόλας πίσω, δύο χαμηλών πεζοπορικών hiking, ενός κατασκευαστή ειδικευμένου στα πεζοπορικά (Α), και ενός κατασκευαστή (Β) που ειδικεύεται περισσότερο στα τρεξίματος.
Το πλατύ "πεζοπορικό" πέλμα στο τακούνι, αφήνει περιθώρια χαλάρωσης στον πεζοπόρο, ώστε να μη χρησιμοποιείται συνεχώς η τεχνική βάδισης, κάτι που διευκολύνει να γίνονται εναλλαγές αποφόρτισης στη βάδιση, και ακόμη περισσότερο στις μεγάλες αποστάσεις πεζοπορίας. Υπόψη, όμως, σε φάσεις χαλάρωσης όπου δεν τηρείται η τεχνική αποτρέπει σημαντικά την ανατροπή αλλά δεν προστατεύει από το γλίστριμα.
Το στενότερο πλάτος στο τακούνι απαιτεί συνεχή χρήση της τεχνικής της βάδισης σε ορεινά, ή ολισθηρά, ή ανώμαλα εδάφη, και συγχωρεί λιγότερο τα λάθη στο πάτημα εκτός τεχνικής, επίσης, απευθύνεται και σε αυτούς που τρέχουν ή αναρριχώνται.
Το πλατύ "πεζοπορικό" πέλμα στο τακούνι, αφήνει περιθώρια χαλάρωσης στον πεζοπόρο, ώστε να μη χρησιμοποιείται συνεχώς η τεχνική βάδισης, κάτι που διευκολύνει να γίνονται εναλλαγές αποφόρτισης στη βάδιση, και ακόμη περισσότερο στις μεγάλες αποστάσεις πεζοπορίας. Υπόψη, όμως, σε φάσεις χαλάρωσης όπου δεν τηρείται η τεχνική αποτρέπει σημαντικά την ανατροπή αλλά δεν προστατεύει από το γλίστριμα.
Το στενότερο πλάτος στο τακούνι απαιτεί συνεχή χρήση της τεχνικής της βάδισης σε ορεινά, ή ολισθηρά, ή ανώμαλα εδάφη, και συγχωρεί λιγότερο τα λάθη στο πάτημα εκτός τεχνικής, επίσης, απευθύνεται και σε αυτούς που τρέχουν ή αναρριχώνται.
Το ξέρω, ορειβατικά μποτάκια (βλέπε: "μεγαλύτερη ασφάλεια") φορούσαν τόσες γενιές ορειβατών, τα φορούν οι περισσότεροι από τους "παλιούς", και στο στρατό αρβύλες φοράνε, κάτι θα ξέρουν. Αλλά όμως, γενιές και γενιές φουστανελάδων και τσοπάνηδων στα ορεινά έζησαν με τα χαμηλά τσαρούχια όμως υπόψη, βέβαια, είχαν γυμνασμένα πόδια και αστραγάλους, και ήταν σχετικοί με την τεχνική βάδισης.
Κατά τη δική μου άποψη, σε ημερήσιες διαδρομές μέσης δυσκολίας το χαμηλό ορειβατικό είναι σχεδόν μονόδρομος, και αν υπάρχει θέμα με σκορπιούς, ζωύφια, χαλίκια, λίγα χιόνια, φοριούνται με γκαίτες ανάλογες με τον καιρό και το έδαφος.
Σκεφθείτε με τα προσωπικά σας δεδομένα και αποφασίζετε.
Τώρα να το πάρουμε πιο πρακτικά για να βοηθηθεί στη σκέψη κάποιος που είναι στο ξεκίνημα. Ένας καινούριος στην ορειβατική δραστηριότητα, συνήθως, θα αρχίσει να συμμετέχει σε σημαντικές αναβάσεις χειμερινού βουνού μετά τα πρώτα δύο χρόνια όπου πλέον θα χρειαστεί τουλάχιστον μποτάκια ικανοποιητικού ύψους και κάποιας σχετικής ακαμψίας. Μέχρι τότε, στο αναμεταξύ, μπορεί να έχει κάνει ένα μικρότερο έξοδο για χαμηλά ημίμποτα ή χαμηλά ορειβατικά. Παράλληλα γυμνάζοντας τα πόδια του, αλλά και ορειβατικά εξασκούμενος, με περισσότερο ενεργή συμμετοχή στην τεχνική της βάδισης εκμεταλλευόμενος και τις μικρότερες διαδρομές της φάσης αυτής. Αργότερα, αποφασίζοντας ότι θέλει να συνεχίσει και έχοντας μελετήσει τα κατάλληλα νούμερα για τα πόδια του, μπορεί να προσθέσει στην εργαλειοθήκη του τα ψηλότερα και πιο τεχνικά υποδήματα. Επιπλέον, εξοικονομώντας έτσι χρόνο φθοράς και για τα παλαιότερα που θα συνεχίσουν να τον εξυπηρετούν σε απλούστερες διαδρομές.
Η σταθερότητα δεν πρέπει να συγχέεται με το πολύ σφιγμένο ή το στενό παπούτσι. Το πολύ σφιγμένο ή το στενό προσθέτουν στη σταθερότητα αλλά δεν είναι οι σωστές παράμετροι στο θέμα. Αντίθετα θα έλεγα, οτι αυτά τα δύο είναι φθοροποιοί συμβιβασμοί εναλλακτικά ή συμπληρωματικά όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο στον τομέα "σταθερότητα", κάτι σύνηθες πχ στην αθλητική αναρρίχηση.
Ανάλογα το είδος της χρήσης στο βουνό η σταθερότητα έχει πολλές εφαρμογές, παραμέτρους, αλλά και υποχωρήσεις. Για αυτό όσο πιο εξειδικευμένα σταθερό το παπούτσι τόσο πιο δύσκολο να βρούμε το κατάλληλο για τα γούστα και το πόδι μας.
Η σταθερότητα αυξάνει τις δυνατότητες μας στο βουνό και χρειάζεται σε πέντε περιπτώσεις (και στην αθλητική αναρρίχηση, που δεν αναλύουμε περισσότερο σε αυτό το blog). Χρειάζεται (1) στις πλάγιες κλίσεις, (2) στις ανώμαλες επιφάνειες, (3) στις κινήσεις με ταχύτητα, (4) στις απότομες κινήσεις, και (5) στη μεταφορά φορτίων.
Στις πλάγιες κλίσεις "κόβει" καλύτερα το έδαφος, ενισχύει τον καλύτερο έλεγχο πατήματος.
Στις ανώμαλες επιφάνειες, αν αυτές είναι σταθερές βοηθά με καλύτερες γωνίες επαφής, και αν αυτές είναι ασταθείς, αυξάνει τη σιγουριά και την ασφάλεια στη διαχείρηση αυτών των επιφανειών.
Στις κινήσεις με ταχύτητα βοηθά στις στροφές και στις κατηφόρες.
Στις απότομες κινήσεις, ή απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, αναπτύσσεται μια στιγμιαία τοπική φυγόκεντρος στο πάτημα την οποία περισσότερο υποστηρίζει και διαχειρίζεται το παπούτσι, άρα καλύτερα το σταθερό παπούτσι, ταυτόχρονα και με τη βοήθεια της συνολικής τεχνικής και εξάσκησης.
Στη μεταφορά φορτίων... δεν χρειάζεται ανάλυση.
Στη σταθερότητα παίζουν ρόλο τρία πράγματα.
Η σόλα (κατασκευή, ποιότητα, ), η δομική κατασκευή στο κέλυφος του υποδήματος, και η σωστή εφαρμογή-μέγεθος του υποδήματος. Η σωστή εφαρμογή δεν έχει να κάνει μόνο με το κατάλληλο "νούμερο" αλλά και με το καλούπι του κατασκευαστή, που πρέπει να είναι αντίστοιχο με το πόδι μας.
Μετά από όλα αυτά, κάποιος θα έκανε την ερώτηση "από πλευράς εδάφους, ποιές είναι ιεραρχικά οι καταστάσεις που απαιτούν περισσότερη σταθερότητα;"
Όσον αφορά το έδαφος, η πιο απλή περίπτωση είναι ένα στρωτό, πλατύ, επίπεδης επιφάνειας μονοπάτι.
Πιο απαιτητικό είναι ένα μονοπάτι που διέρχεται από διάφορα είδη εδαφών, πέτρες, βράχους, στενές χαράξεις, πλάγιες κλίσεις, κλπ.
Ακόμη πιο απαιτητικό είναι αν στα παραπάνω προστεθούν τμήματα λασπώδη, ή με χιόνια, και ακόμη περισσότερο πάνω από άγνωστης κατάστασης έδαφος.
Και η κορυφαία περίπτωση, στην ορειβατική πεζοπορία, είναι οτιδήποτε στο βουνό ευρίσκεται εκτός μονοπατιού.
Θεωρητικά :
1 - Αν στο μήκος του μακρύτερου πέλματος προσθέσετε από 10 χιλιοστά για τα πολύ μικρά πόδια μέχρι 15 χιλιοστά για τα πολύ μεγάλα πόδια, μπορείτε να βρείτε στον παραπάνω πίνακα το μέγεθος EU που φοράτε σε μεγάλες αποστάσεις για πεζοπορία, τρέξιμο, ή ορειβασία (πλην αναρρίχησης). Σαν μεγάλες ημερήσιες αποστάσεις εννοούμε κάπου μετά τα 10-12χλμ, και πιο συνήθως από τα 15-16χλμ. Αλλά πέραν του τυπικού παίζει ρόλο και ο χρήστης. Για έναν αρχάριο χρήστη, και ενδεχομένως στις αρχές με κάποια θέματα βάρους ή κινητικότητας, οι "μεγάλες αποστάσεις" μπορεί να αρχίζουν από τα 4-5χλμ, οπότε και για την περίπτωση αυτή ισχύουν οι παραπάνω υπολογισμοί.
Αν προορίζεται μόνο για μικρές διαδρομές, ή απλά θέλετε ένα "τεχνικό" παπούτσι για καφέ στην πόλη και κάποιες αποστάσεις για ψώνια (κάποια χαμηλά ορειβατικά παπούτσια είναι άψογα και για τέτοιες χρήσεις), τότε προσθέστε μόνο 6 έως 9 χιλιοστά (αντί 10 έως 15), αλλά δεν θα είναι κακό αν είναι και λίγο παραπάνω ανάλογα την περίπτωση πχ μεγάλες ορθοστασίες. Όμως (εδώ εμφανίζονται τα πρώτα προβλήματα στην πράξη που θα δούμε παρακάτω) για ένα χοντρό πόδι, ή ένα πόδι με υψηλή καμάρα, ή για ένα υπόδημα στενότερου καλουπιού από άλλα, ίσως πρέπει να προσθέσουμε επιπλέον χιλιοστά. Το αν και πόσα επιπλέον, εξαρτάται από τον κατασκευαστή, αλλά και από το πως ο συγκεκριμένος διαχωρίζει στο φάρδος τα μισά νούμερα.
Αν θέλετε υποδήματα για "στατικά" σπορ (στατικά όσον αφορά τις κινήσεις του πέλματος μέσα στο παπούτσι), πχ αλπικό σκι, ποδηλασία, μηχανοκίνητο αθλητισμό, σπορ οδήγηση, το νούμερο του υποδήματος μπορεί να είναι και όσο η μέτρηση του ποδιού, ίσως και κατα μισό νούμερο EU μικρότερο ανάλογα την ειδική περίπτωση και τις προσωπικές προτιμήσεις. Πχ στην αθλητική αναρρίχηση υπάρχουν και περιπτώσεις συνδιασμού αθλητή, τεχνικής, και καλουπιού, όπου έχουν φορεθεί παπούτσια ακόμη και κατα δύο νούμερα μικρότερα (προσοχή, τέτοιες εφαρμογές απαιτούν ειδική προσέγγιση).
2 - Αν ο υπολογισμός σας τοποθετεί ανάμεσα σε δύο μεγέθη (πχ ανάμεσα σε ένα ολόκληρο και σε ένα μισό), επιλέξτε το μεγαλύτερο, ή αν ο υπολογισμός πέφτει ακριβώς σε ένα μέγεθος τότε κάντε μια δοκιμή και στο μεγαλύτερο. Όμως, στο τελικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να ξεπεράσουμε στο μήκος τα 15 χιλιοστά για τα πολύ μικρά πόδια έως τα 20 χιλιοστά για τα πολύ μεγάλα πόδια.
Στην πράξη :
Για αρχή, βγάζουμε τους των παπουτσιών, τους αφήνουμε στο έδαφος, και τους πατάμε όρθιοι. Προσοχή, αυτή η δοκιμή είναι ένας οπτικός έλεγχος ενδεικτικός μόνο για την περιοχή των δακτύλων, μην ασχοληθείτε σε αυτή με το περίγραμμα του υπόλοιπου πέλματος σας.
Ρίχνουμε μια ματιά, για να πάρουμε μια ιδέα πόσο μακρύτεροι είναι οι πάτοι από τα δάχτυλά μας (σύμφωνα με αυτά που λέγαμε στην αρχή), και για να πάρουμε μια ιδέα για το περίγραμμα των ποδιών μας σε σχέση με τους πάτους μόνο στην περιοχή των δακτύλων.
Στη συνέχεια, βάζουμε πάλι τους πάτους στα παπούτσια με προσοχή, χωρίς διπλώματα και ανωμαλίες στο στρώσιμο, τα φοράμε καθιστοί χωρίς να τα δέσουμε, σπρώχνουμε τα δάχτυλα των ποδιών να ακουμπήσουν το παπούτσι μπροστά χωρίς να διπλώσουν, φέρνουμε και το γόνατο μπροστά, πάνω από τη μύτη του υποδήματος, και βάζουμε τον δείκτη μας πίσω από τη φτέρνα για τον έλεγχο που είχαμε πεί στην αρχή.
Αν χωρά ο δείκτης χαλαρά, τόσο πίσω από τη φτέρνα μας όσο και πίσω από τον τένοντα, το μήκος του υποδήματος είναι κατάλληλο για μεγάλες διαδρομές. Αν ο δείκτης χωράει "περίπου" ή "βρίσκει κάπως" πίσω από τη φτέρνα ή πίσω από τον τένοντα, το μήκος είναι κατάλληλο για συνηθισμένες αποστάσεις της καθημερινότητας ή σχετικά μικρές πεζοπορίες.
Αν νιώσαμε ότι οποιοδήποτε δάχτυλο μας από τα μακρύτερα ακουμπά το εμπρός τοίχωμα του υποδήματος, δηλ στη μύτη, τότε με αυτό το μέγεθος αυτού του μοντέλου θα υπάρχει πρόβλημα σε μεγάλες αποστάσεις ή μακριές κατηφόρες. Όσο περισσότερο εξασκούμαστε άρα θα αυξάνονται και οι επιδόσεις μας, και όσο περισσότερο συστηματικοί γινόμαστε, τόσο το πρόβλημα θα αυξάνεται.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος ελέγχου, με το ίδιο ζητούμενο. Απλά στεκόμαστε όρθιοι σε σκληρό πάτωμα φορώντας τα παπούτσια δεμένα, σηκώνουμε προς τα πίσω το πέλμα μας και κλωτσάμε ελαφρά το πάτωμα με τη μύτη, ελέγχοντας τα δάχτυλα για σημεία επαφής στο εμπρός τοίχωμα του υποδήματος. Όμως δεν προτείνω αυτόν τον τρόπο γιατί υπεισέρχονται διάφορες παράμετροι, ανάλογα τον χρήστη και το είδος του υποδήματος, που μπορεί να δώσουν μια λανθασμένη αίσθηση, και για αυτό δεν είναι κατάλληλος τουλάχιστον για μη έμπειρους χρήστες.
[ 2_2 ]
Υπόψη ότι στις ορειβατικές μπότες πλήρους ύψους (βλ και εδώ), για να κάνουμε μεγάλα βήματα, ίσως απαιτηθεί να έχουμε ελαφρώς λυγισμένα τα γόνατα μας και να χρησιμοποιήσουμε λίγο περισσότερο τους γοφούς και τη μέση μας.
Αν, λοιπόν, το απαιτούμενο σφίξιμο ώστε να "κάθεται" σωστά το συγκεκριμένο υπόδημα είναι υπερβολικό για το δικό μας πόδι - τις πρώτες φορές στα καινούργια ορειβατικά υποδήματα θα απαιτηθεί λίγο παραπάνω σφίξιμο που δεν είναι κακό - ή αν "παίζει" πολύ η φτέρνα μας, ή αν νιώθουμε ενόχληση σε κάποια σημεία, τα οποία εκτιμούμε ότι δεν θα "στρώσουν" - προσοχή στα ορειβατικά, θέματα σχετικά με το μήκος δεν βελτιώνονται με τη χρήση - ή αν κάτι μας απασχολεί στην περιοχή των δακτύλων, τότε δεν είναι κατάλληλο για εμάς.
Οι κατηγορίες των ορειβατικών παπουτσιών στα Ελληνικά, απλά... δεν υπάρχουν. Έχουν επικρατήσει λοιπόν οι αντίστοιχες αγγλικές.
Το θέμα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο γιατί τα τελευταία πολλά χρόνια σε αυτές τις ονομασίες κατηγοριών έχουν υπεισέλθει διάφορες έννοιες από τις κατασκευάστριες εταιρείες, κάθε μία ίσως εννοεί κάτι άλλο. Όλο αυτό το σκηνικό κάνει αρκετά δύσκολο το να περιγράψει κανείς τα πράγματα με ένα σαφή τρόπο.
Όσον αφορά την επιλογή της κατηγορίας χρήσης που αναφέρουμε εδώ, ο χρήστης πρέπει να αποφασίσει μαζί και την και το επίπεδο
Trekking είναι η πεζοπορική δραστηριότητα σε οποιοδήποτε ανώμαλο έδαφος, σε βουνό ή όχι.
Άλλες εταιρείες εννοούν την αρχική σημασία του όρου, άλλες εννοούν απλά το πολύωρο περπάτημα στη φύση, και άλλες εννοούν την ορειβατική πεζοπορία αντί του hiking το οποίο στις μέρες μας ως όρος σε κάποιες αγορές ή γλώσσες σημαίνει την απλή πεζοπορία. Αν πρόκειται για την τελευταία περίπτωση, θα το καταλάβετε από την περιγραφή ή κοιτώντας τα μοντέλα hiking της ίδιας εταιρείας, τόσο στον όγκο όσο και στο συνολικό "δέσιμο" θα μοιάζουν με κοινά αθλητικά.
Hiking κανονικά είναι η πεζοπορική δραστηριότητα αναβάσεων (hike = ανεβαίνω, ή και σκαρφαλώνω), και η εκτός μονοπατιού, και γενικά στη δική μας περίπτωση εννοούμε την ορειβατική ανάβαση και πεζοπορία όσο αυτή δεν είναι σε ιδιαίτερα αναρριχητικές διαδρομές. Όμως πλέον σε πολλά λεξικά θα βρείτε τον hiker σαν... απλό πεζοπόρο.
Στη διαδρομή του όρου, άρχισε να ανακατεύεται και το αρχικά Σκωτσέζικης προέλευσης hill hiking (σαν αντιδιαστολή στην ορειβασία "υψηλού βουνού" - mountaineering), και είναι τότε που το εννοιολογικό ανακάτεμα άρχισε να περνάει και στην εμπορική ορολογία.
Στην εποχή μας, άλλες εταιρείες εννοούν ως hiking τα παπούτσια για πορεία σε μονοπάτι, για σύντομες διαδρομές και μικρό φορτίο, άλλες εννοούν το πεζοπορικό παπούτσι γενικά (για περπάτημα γενικώς), άλλες το γεροδεμένο παπούτσι για οποιοδήποτε ορεινό έδαφος για ημερήσιες διαδρομές, και άλλες εννοούν απλά το ελαφρύ ορειβατικό παπούτσι γενικώς και αορίστως. Αν σας ενδιαφέρει η τελευταία περίπτωση ρίξτε μια ματιά και στην κατηγορία "ορεινού τρεξίματος".
Προσωπικά, έχω βγάλει άνετα πολυήμερες διαδρομές σε δύσκολα εδάφη και μικρά ή μεγάλα υψόμετρα με χαμηλά hiking, στα οποία προσαρμόζονται και γκέτες και κραμπόνς (πεζοπορίας). Όμως υπόψη, έχουν αρχίσει να εκλείπουν τα μοντέλα αυτού του είδους, στην ουσία γεροδεμένες εκδόσεις χαμηλού βάρους με όλα τα σωστά χαρακτηριστικά και για εκτός μονοπατιού δραστηριότητες. Πλέον, όλο και περισσότερο, η πλειοψηφία στα hiking είναι ένα πάντρεμα "ορεινού τρεξίματος" με πεζοπορικά στοιχεία, δηλαδή κάτι πιο ανάλαφρο από πριν. Δυστυχώς αυτό προήλθε από τη "φαεινή" έμπνευση δύο μεγάλων εταιρειών, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και οι άλλες, παρ'όλο που πολλοί ορειβάτες στο εξωτερικό χρησιμοποιούν χαμηλά ή ημίμποτα hiking και για δραστηριότητες σαν αυτές που είπα πριν.
Backpacking είναι η πεζοπορία με μεγάλο φορτίο ή σακίδιο, και μάλλον σε πολυήμερες διαδρομές. Σαν ορολογία δεν απασχολεί αν είναι στην έρημο, στον κάμπο, ή στο βουνό. Κανονικά το backpacking έχει υποκατηγορίες ανάλογα το έδαφος και τη γενικότερη φύση της διαδρομής.
Τελικά, εμπορικά, επικράτησε ως όρος για το γεροδεμένο βαρύ παπούτσι, κατα προτίμηση για χρήση σε δρόμους και μονοπάτια, που παρέχει καλή στήριξη σε μεγάλα φορτία.
Μερικοί κατασκευαστές τα παπούτσια για backpacking τα συμπεριλαμβάνουν στην κατηγορία trekking.
Μια εμπορική κατηγορία που θα συναντήσετε σε κάποιες εταιρείες είναι τα "παπούτσια trail". Εδώ η κατάσταση είναι αχταρμάς.
Άλλες εταιρείες εννοούν μοντέλο hiking αλλά με πιο ήπια χαρακτηριστικά, δηλαδή για μονοπάτι, αλλά το θέμα είναι τι εννοεί ως μονοπάτι η κάθε μία. Στις Άλπεις θα βρείς και μονοπάτια σαν πεζοδρόμια από χώμα, θα βρεις και άγρια ασβεστολιθικά μονοπάτια όπως είναι πολλά της Πάρνηθας. Άλλες δεν έχουν κάνει έρευνα στον τομέα hiking και απλά φτιάχνουν ένα μοντέλο που ονομάζουν "trail" (trail = μονοπάτι ή πατημένη διαδρομή) για να αποφύγουν τις μεγάλες απαιτήσεις. Άλλες ονομάζουν έτσι την πιο ελαφριά έκδοση ενός ορειβατικού μοντέλου που έχουν σε άλλη κατηγορία. Άλλες εννοούν ένα πιο ελαφρύ μοντέλο backpacking. Άλλες εννοούν οτι είναι γενικής πεζοπορίας, που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση, για την οποία ρίξτε επίσης μια ματιά για ανάλογα μοντέλα και στα hiking και στα ορεινού τρεξίματος.
Climbing εμπορικά σήμερα λέγεται η αθλητική αναρρίχηση, και εννοούμε εδώ τα ελαφρά παπούτσια των αναρριχητών. Με αυτά μη διανοηθείτε να περπατήσετε οτιδήποτε άλλο εκτός από μια αναρριχητική διαδρομή.
Υπόψη ότι, αν είναι η πρώτη μας φορά, το μέγεθος για το δικό μας πόδι σε αυτή την κατηγορία προκύπτει μετά από μια πρώτη επαφή με την αναρρίχηση σε πίστα ή στο πεδίο, και σχετική συζήτηση.
Στα climbing, επίσης, μια αναδυόμενη υποκατηγορία είναι τα παπούτσια για bouldering. Δηλαδή την αναρρίχηση σε μικρούς βράχους ή αναρριχητικούς τοίχους. Στην ουσία είναι παπούτσια climbing με κάποια πιο κατάλληλα χαρακτηριστικά (πχ για αρνητικά), και έτσι ανάλογα την εταιρεία προωθούνται είτε ως bouldering είτε και ως τέτοια.
Approach σημαίνει προσέγγιση. Ο όρος ξεκίνησε με έννοια την προσέγγιση σε μια αναρριχητική διαδρομή, στην πορεία του όρου άρχισε να εννοείται και η προσέγγιση προς ένα βουνό γενικά ή μια διαδρομή μεγαλύτερων απαιτήσεων όπου στη συνέχεια κάποιος θα φορέσει κάτι πιο εξειδικευμένο. Για παράδειγμα, ταξιδεύοντας προς μια πίστα για να κάνετε σκι, προφανώς δεν μπορείτε να φοράτε τις άκαμπτες μπότες του σκι, κατα περίπτωση ίσως ούτε απρέ-σκι. Το ίδιο και προς κάποια εξόρμηση "υψηλού βουνού" όπου δεν θα είναι καλό να οδηγήσετε με μπότες τύπου mountaineering ή το να κάνετε την αρχική προσέγγιση με αυτές, ή την προσέγγιση σε ένα αναρριχητικό πεδίο με παπούτσια climbing.
Έτσι πλέον, ανάλογα πως το εννοεί κάθε εταιρεία, άλλα approach είναι κοινά αθλητικά με ενισχυμένη σόλα, κάποια άλλα είναι ελαφριά παπούτσια ημέρας για το βουνό, άλλα είναι για να φτάσει κανείς μέχρι την ορθοπλαγιά στη γενική πορεία του προς αυτήν, και πάει λέγοντας. Πχ μερικά μοντέλα είναι εναρμονισμένα με την πρωταρχική έννοια του όρου και είναι κατάλληλα, εκτός από μικρές πεζοπορίες, και για αναρριχήσεις ας πούμε έως III ή και IV βαθμού (UIAA).
Πάντως, αν θέλετε τα approach γιατί σκέφτεστε κάτι για ημερήσιες διαδρομές στο βουνό, ψάξτε ανάλογα μοντέλα και στην κατηγορία hiking, ή ακόμη και στη mountain running. Είναι πολύ πιθανό, πολλά από τα approach, να μη σας ικανοποιήσουν σε μακριές διαδρομές σε ορεινό έδαφος ή σε πετρώδεις διαδρομές "σπαστήρια".
Mountaineering λέγεται η ορειβασία υψηλού βουνού. Οι δε αντίστοιχες μπότες, με τα
σημερινά υλικά, μοιάζουν άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο με τις μπότες
του σκι.
Στον τομέα της ορειβασίας υψηλού βουνού οι κατασκευαστές δεν έχουν εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους.
Τα μοντέλα mountaineering είναι σε ύψος μπότας, εκτός από λίγα μοντέλα μικτής χρήσης που είναι σε ύψος ψηλού ημίμποτου.
Μερικά από τα μοντέλα mountaineering είναι κατάλληλα και για χαμηλότερα υψόμετρα.
Βλέπε και την στις μπότες.
Δηλαδή, στα ελληνικά, "παπούτσια ορεινού τρεξίματος" όπως είναι η κρατούσα μετάφραση. Κάποτε η διαφορά μεταξύ trail και mountain είχε σημασία στην κατηγορία αυτή αλλά πλέον ο όρος εμπορικά είναι ενιαίος.
Οι διαφοροποιήσεις στα μοντέλα είναι κυρίως στις αποστάσεις για τις οποίες προορίζονται. Δευτερευόντως, υπάρχουν κάποια μοντέλα αρκετά πιο σκληρά ή πιο μαλακά από άλλα, άλλα μοντέλα με καλύτερη πλευσιμότητα στα σαθρά (ή στα χιόνια), κλπ.
Αρκετοί, για μικρές διαδρομές ορειβατικής πεζοπορίας χωρίς βαρύ σακίδιο προτιμούν παπούτσια αυτής της κατηγορίας. Υπόψη όμως ότι δεν υπάρχουν πολλές επιλογές σε αδιάβροχα μοντέλα.
Αν πράγματι τα θέλετε για τρέξιμο καλό είναι για κάθε μοντέλο να έχετε κάνει κάποια σχετική έρευνα ρωτώντας άλλους δρομείς. Στο σημείο αυτό, προσοχή, κάποιοι πωλητές συστήνουν για τρέξιμο και παπούτσια hiking των υποκατηγοριών "speed hiking" ή "multipurpose", χωρίς να διευκρινίζουν ότι δεν είναι τα ακριβώς κατάλληλα για την περίπτωση.
Αρκετά σχετική με αυτή την κατηγορία είναι και η ενότητα "Το drop" πιο κάτω.
Η σόλα είναι η κατασκευή που έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Είναι τόσο μεγάλης σπουδαιότητας που πολλοί κατασκευαστές εμπιστεύονται άλλους κατασκευαστές που ειδικεύονται αποκλειστικά στις ορειβατικές σόλες.
Στις μέρες μας το υλικό είναι συνθετικό με βάση το τεχνητό καουτσούκ σε διάφορα μίγματα. Από μόνο τεχνητό καουτσούκ μέχρι μίγμα μεγάλης περιεκτικότητας σε λάστιχο και άλλα υλικά.
Εδώ υπάρχει ένας γενικός κανόνας. Όσο πιο αντιολισθητικό είναι το υλικό μιας σόλας τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα φθείρεται.
Κοιτώντας τη σόλα από κάτω βλέπουμε το γνωστό σχέδιο με τις οδοντώσεις (lugs). Αυτές χρειάζονται για το καλύτερο πιάσιμο της σόλας στις επιφάνειες και τη μειωμένη ολισθηρότητα στο βρεγμένο ή το σαθρό. Κάθε σόλα ανάλογα με τη χρήση έχει ένα δικό της μελετημένο σχέδιο που, χοντρικά αναφέρω, έχει μελετηθεί σε ποιά σημεία θα πέφτει το κυρίως βάρος του πεζοπόρου, σε ποιά θα χρειαστεί να πατήσει σε μικρή επιφάνεια, και σε ποιά θα χρειαστεί να "δουλέψει υπό γωνία" ανάλογα την κατηγορία του υποδήματος.
Μια άλλη κατασκευαστική παράμετρος στο πέλμα είναι η ευκολία που απορρίπτει κομμάτια λάσπης και σφηνωμένα χαλίκια. Πάντα ανάλογα την κατηγορία χρήσης.
Μια ακόμη παράμετρος είναι η σχετική πλευσιμότητα που αναπτύσσει η σόλα σε σαθρές επιφάνειες. Και εδώ ενδιαφέρει η κατηγορία χρήσης, και είναι μια ιδιότητα που προέρχεται από τη συνολική συμμετοχή του υποδήματος, όχι μόνο αποκλειστικά από την κατασκευή της σόλας.
Η σόλα στα ορειβατικά παπούτσια έχει πάντα "καμάρα". Η καμάρα βοηθά:
Δεν έχουν καμάρα μόνο κάποια μοντέλα του mountain running.
Επίσης, με καμάρα ή χωρίς, στην περιοχή αυτή εφαρμόζεται η όποια κατασκευαστική τεχνική ακολουθεί ο κάθε κατασκευαστής για τη μείωση της στρεπτικότητας στο διαμήκη άξονα (torsional), ανάλογα και την ειδικότερη χρήση κάθε υποδήματος.
Η πλήρης ή σχετική ακαμψία της σόλας κατα περίπτωση χρήσης, είναι δύο ειδών, είτε γύρω από τον διαμήκη άξονα, είτε και γύρω από τον εγκάρσιο άξονα. Με την ίδια σειρά που ανέφερα τους άξονες, ανεβαίνουν και οι κατηγορίες των υποδημάτων στις οποίες εφαρμόζεται κατασκευαστικά η ανάλογη ακαμψία - άλλοτε πλήρης και άλλοτε σε κάποιο ποσοστό ανάλογα τον ειδικότερο προορισμό χρήσης ενός μοντέλου. Η ακαμψία, κατα περίπτωση, χρειάζεται ή βοηθά:
Η ακαμψία ανάλογα τον επιδιωκόμενο βαθμό, επιτυγχάνεται με το πάχος και τη σκληρότητα των υλικών, τα στρώματα των υλικών στη σόλα, τη συνολική κατασκευή του υποδήματος, και πάνω απ'όλα στην απόλυτη μορφή, με την από κατασκευής τοποθέτηση λάμας ή πλάκας (μεταλλικής ή συνθετικής) κατά μήκος της σόλας στο εσωτερικό.
Όσο πιο άκαμπτη είναι μια σόλα τόσο περισσότερο πρέπει να είναι ψηλό το υπόδημα, πχ η ύπαρξη ισχυρής λάμας προϋποθέτει τουλάχιστον ψηλό ημίμποτο, ώστε ο χειρισμός να είναι ευχερής.
Όσο πιο άκαμπτη είναι μια σόλα, και η ορειβατική μπότα γενικότερα, τόσο περισσότερη εξάσκηση χρειάζεται στη χρήση της.
Στην αρχή φαίνεται δύσκολο να περπατήσει κανείς με αξιώσεις. Σταδιακά συνηθίζοντας την κατάλληλη χρήση των γοφών και των γονάτων, και τη σχετική ακινητοποίηση των αστραγάλων, φτάνει να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις και χρόνους πορείας. Με φορτίο, σε δύσκολα εδάφη και συνθήκες. Σε τέτοιο βαθμό που ο εξασκημένος θεωρεί, σωστά, οτι δεν υπάρχει καλύτερο υπόδημα για τέτοιες απαιτήσεις.
Ένα ψηλό ημίμποτο με λάμα, από έναν εξασκημένο φοριέται άνετα και σε χαμηλό βουνό σε διάφορα εδάφη.
Η μεσόσολα πριν πολλά χρόνια ήταν απλά ένα κομμάτι δέρμα πάνω από τη σόλα, και ίσως ένα ακόμη στρώμα από φελό στα όχι τόσο σκληρής χρήσης, πάνω από τα οποία έμπαινε ο πάτος. Τώρα πλέον η μεσόσολα αποτελείται από ένα συνθετικό στρώμα. Η επιλεγόμενη πυκνότητα και το πάχος του υλικού της μεσόσολας στην κατασκευή εξαρτάται από δύο παράγοντες σχετικούς με την προοριζόμενη χρήση, το αναμενόμενο φορτίο και το είδος του εδάφους.
Η προσπάθεια στο σχεδιασμό της μεσόσολας είναι να παρέχει μια χρυσή τομή ανάμεσα στην άνεση της υποδοχής του φορτίου και τις απαιτήσεις των συνθηκών στις διάφορες επιφάνειες στο βουνό.
Σε ένα παπούτσι που δοκιμάζουμε έχουμε την πλήρη εικόνα συμπεριφοράς και ποιότητας της μεσόσολας, σαν δομή και σαν υλικό, όταν τελικά περπατήσουμε στο έδαφος για το οποίο σχεδιάστηκε, δηλαδή στο βουνό. Η αίσθηση που θα έχουμε στην πόλη δεν θα είναι πλήρως αντιπροσωπευτική ώστε να την κρίνουμε.
Στο θέμα των εσωτερικών πάτων η κατάσταση είναι μύλος.
Συνήθως είναι αφαιρούμενοι.
Συνήθως έχουν κατασκευή τέτοια που διευκολύνει τον αερισμό του πέλματος.
Πάντως είναι το πρώτο που θα εξετάσετε, πριν από άλλες λύσεις, αν ίσως με τη ρύθμιση ή την αλλαγή του μπορεί να βελτιωθεί μια προβληματική χρήση ή εφαρμογή υποδήματος.
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Τα σωστά ορειβατικά παπούτσια πρέπει να έχουν αφαιρούμενους πάτους. Αυτό βοηθά:
Σε ορισμένα μοντέλα των κατηγοριών mountaineering και running, για ειδικούς λόγους, οι πάτοι δεν είναι αφαιρούμενοι.
Αλλάζουμε τους πάτους ει δυνατόν κάθε χρόνο (αρκετές εταιρείες αναφέρουν "κάθε έξη μήνες").
Οι πάτοι πλένονται με σαπούνι, χλιαρό νερό, πολύ μαλακή βούρτσα, περίπου όσο μαλακό είναι ένα πινέλο ξυρίσματος, και ξέπλυμα με άφθονο νερό. Η πολύ μαλακή βούρτσα είναι απαραίτητη για τη μικρότερη δυνατή καταπόνηση του υλικού, χωρίς τσακίσματα κ έντονες τριβές, γιατί οι περισσότεροι πάτοι για αυτές τις χρήσεις ενσωματώνουν διάφορες τεχνολογίες και υλικά.
Κάθε φορά επιστρέφοντας στο σπίτι, ή σε οποιαδήποτε διανυκτέρευση κατάλυμα αντίσκηνο κλπ, όταν βγάλουμε τα παπούτσια αφαιρούμε τους πάτους, ή έστω τους σύρουμε έξω τόσο όσο να εξέχουν από τα παπούτσια, ώστε να αεριστούν. Σε χειμερινές συνθήκες σε πρόχειρα καταλύματα, όπως σε μια σκηνή, δεν είναι κακή ιδέα να τους βάζουμε μέσα στον υπνόσακο χαμηλά στον χώρο των ποδιών.
Όσον αφορά ημερήσιες πεζοπορικές διαδρομές που καταλήγουν σε προστατευμένο περιβάλλον, το να βραχεί ένα παπούτσι που δεν είναι αδιάβροχο ενώ κατα τα λοιπά είναι ορειβατικής κατασκευής, δεν είναι τρομερό θέμα, ούτε για το παπούτσι ούτε για τον πεζοπόρο, με εξαίρεση οριακές περιπτώσεις συνθηκών ψύχους και ανέμου.
Η αδιαβροχότητα εξασφαλίζεται με έναν από 3 τρόπους, ή με κάποιο συνδυασμό αυτών.
Το εξωτερικό υλικό μπορεί να είναι δέρμα ή συνθετικό.
Οπωσδήποτε, πριν την εφαρμογή κάποιας εξωτερικής στεγανοποίησης από εμάς, πρέπει να έχει ελεγχθεί τι αναφέρει ο κατασκευαστής για την αδιαβροχότητα του υποδήματος, και, τι αναφέρει για το εξωτερικό υλικό κατασκευής.
Το υλικό αδιαβροχοποίησης, όταν επιτρέπεται στον χρήστη να χρησιμοποιήσει κάτι τέτοιο, πρέπει να είναι κατάλληλο για το εξωτερικό υλικό κατασκευής.
Η εσωτερική αδιάβροχη μεμβράνη, όσον αφορά την αρχή της λειτουργίας της, επιτρέπει να βγαίνουν οι υδρατμοί του ιδρώτα και ταυτόχρονα απαγορεύει να μπαίνει το νερό. Στην πράξη αυτό μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Δηλαδή μπορεί να σημαίνει, ανάλογα την κάθε μεμβράνη και ανάλογα τον χρήστη, τέλεια στεγανοποίηση με άνεση στα πόδια χωρίς σημαντική εφίδρωση έως και πόδια συνεχώς ιδρωμένα.
Επίσης, στην πράξη, μια αδιάβροχη μεμβράνη εκτός από την άμεση ποιότητα στην απόδοση της χαρακτηρίζεται και από την μακροπρόθεσμη ποιότητα στην αντοχή της, γιατί σε ένα παπούτσι μετά από χιλιάδες βήματα κάθε μεμβράνη παρουσιάζει διαφορετικό βαθμό φθοράς.
Σε γενικές γραμμές οι αδιάβροχες μεμβράνες, η δική μου παρατήρηση και εμπειρία λέει, όσον αφορά την αυξημένη θερμοκρασία, ότι ανάλογα τα παπούτσια αρχίζουν σταδιακά να ενοχλούν τους χρήστες σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος από 18ºC και πάνω. Αυτό συμβαίνει κατά περίπτωση υποδήματος, και οφείλεται κυρίως στον συνδιασμό της μεμβράνης και του υλικού κατασκευής, και δευτερευόντως στη μεμβράνη καθαυτή. Έτσι, μπορεί να βρείτε ένα παπούτσι με μεμβράνη υψηλής διαπνοής που όμως να είναι ανυπόφορο το καλοκαίρι, λόγω των άλλων υλικών κατασκευής του, ή ένα με μεμβράνη "γενικής χρήσης" που παρόλαυτα να είναι υποφερτό το καλοκαίρι αλλά να είναι πάγος τον χειμώνα, πάλι λόγω των υλικών κατασκευής του υποδήματος.
Στην περίπτωση μεγάλου ψύχους, όπου πρέπει να συνεχίσουμε με εσωτερικώς βρεγμένα ορειβατικά παπούτσια, (1) στεγνώνουμε τα πόδια μας (2) βάζουμε στεγνές κάλτσες (3) αλλάζουμε τους πάτους των παπουτσιών, και (4) δεν καθυστερούμε να ξαναβάλουμε τα παπούτσια ώστε να μην προλάβει να παγώσει το εσωτερικό τους.
Τα βρεγμένα στο εσωτερικό τους, ορειβατικά υποδήματα, κανονικά πρέπει να αφεθούν να στεγνώσουν, χωρίς τους πάτους και τα κορδόνια, σε ιδανικές συνθήκες για τουλάχιστον 48 ώρες.
Όσον αφορά τις προστατευτικές, τα ορειβατικά υποδήματα οποιουδήποτε τύπου και χρήσης, έχουν κάποιες περιοχές που εισπράττουν σημαντική φθορά και κακώσεις. Η μία είναι η ζώνη γύρω από το υπόδημα ακριβώς πάνω από τη σόλα. Στη ζώνη αυτή οι κατασκευαστές εφαρμόζουν διάφορες λύσεις ανθεκτικότητας. Το πρόσθετο υλικό μπορεί να είναι καουτσούκ, ή κάποια συνθετική πλέξη, ή δέρμα, και το σημείο εφαρμογής μπορεί να είναι σαν ταινία κατα μήκος όλης της περιοχής (rand), ή κομμάτια μόνο στα πιό ειδικά σημεία, ή... τίποτα αν ο κατασκευαστής θεωρεί οτι επαρκεί το υλικό της συνολικής κατασκευής.
Ένα ακόμη σημείο είναι η μύτη του υποδήματος, όπου βρίσκουμε πάλι τα ίδια υλικά σε διάφορα μεγέθη.
Μια ακόμη συνήθης προσθήκη, εκτός από κάποιες περιπτώσεις, είναι η μόνιμη σύνδεση της γλώσσας με τα πλευρά του υποδήματος για καλύτερη απομόνωση του εσωτερικού. Η γλώσσα, επιπλέον, συνήθως έχει μια παχιά κατασκευή τέτοια που να επιτρέπει τη διασπορά των δυνάμεων από τα κορδόνια και το κέλυφος.
Στις δομικές ενισχύσεις, οι συνηθέστερες είναι τρείς.
Στην καμάρα, πχ για το πάτημα σε επιφάνειες περιορισμένου σημείου, όπως σε πέτρες ή στις via-ferrata.
Επίσης, στην περιοχή της καμάρας εφαρμόζεται η όποια τεχνική ακολουθεί ο κάθε κατασκευαστής για τη μείωση της στρεπτικότητας στον διαμήκη άξονα (torsional), ανάλογα και την ειδικότερη χρήση κάθε υποδήματος.
Στη "θήκη" της φτέρνας, για την καλύτερη υποστήριξη στην ώθηση, την πλευρική σταθερότητα, την ελκτική ικανότητα της φτέρνας σε σκόπιμα σκαλώματα, και για την υποστήριξη στα μικρά πατήματα με τη μύτη.
Στα πλευρά, για την κατανομή των δυνάμεων από τα σημεία των κορδονιών προς το κέλυφος. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ενισχύσεις από τα σημεία των κορδονιών αγκαλιάζουν το κέλυφος συνολικά περνώντας και από τη μεσόσολα.
Είναι η κατακόρυφη εσωτερική απόσταση από το επίπεδο της φτέρνας μέχρι το επίπεδο του πέλματος μπροστά. Σε τι μας απασχολεί, ακριβώς, αυτή η μέτρηση δεν θα σας το πει κανείς με σαφήνεια. Σε γενικές γραμμές απασχολεί αυτούς που τρέχουν, αλλά και εκεί συζητώντας, εκείνο που θα βγάλετε σαν συμπέρασμα είναι ότι ο καθένας έχει μια δική του σχέση και επιλογή στο "drop". Γενικά, τα ορειβατικά πεζοπορικά έχουν μεγαλύτερο drop από τα πιο αθλητικά (approach, τρεξίματος, κλπ).
Το μεγαλύτερο drop, μέχρι κάποιο όριο, βοηθάει στο βηματισμό.
Επίσης, το μικρό drop δεν βοηθάει στη μεταφορά φορτίου, πχ ένα σακίδιο με βάρος άνω του μέτριου.
Το κλείσιμο στα ορειβατικά παπούτσια γίνεται παραδοσιακά με κορδόνια. Γιατί είναι αρκετά δυνατά σαν υλικό. Επιτρέπουν εύκολη επισκευή ή αντικατάσταση σε συνθήκες πεδίου. Αντικαθίστανται εύκολα και με άλλα πρόχειρα υλικά. Και επιτρέπουν κάτι πολύ σημαντικό, όταν είναι επιθυμητό, τις τοπικές παραλλαγές σφιξίματος στο μήκος του κουντεπιέ με επιπλέον θηλειές τοπικά, κόμπους, και τρόπους περάσματος.
Στη γενική μορφολογία δεσίματος, τα κορδόνια περνιώνται στα σημεία πρόσδεσης, τρύπες ή άγκιστρα, με χιαστί σειρά.
Άλλες περιπτώσεις δεσίματος είναι με σύστημα "ταχυκορδονιών", ή βέλκρο, ή συνδυασμό βέλκρο και κορδονιού. Οι περιπτώσεις αυτές απαντώνται είτε σε κάποια από τα αθλητικά μοντέλα, είτε σε μοντέλα που απευθύνονται στη γενική πεζοπορία.
Αν και πρόσφατα μια από τις κορυφαίες ορειβατικές μάρκες, και αγαπημένη μου, εισήγαγε τα ταχυκορδόνια (speed laces ή quick laces) σε ένα μοντέλο hiking, εξακολουθώ να είμαι σκεπτικός απέναντι σε ότι δεν είναι κλασικό δέσιμο με κορδόνι. Γενικότερα, δέκα περίπου χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση, η ορειβατική κοινότητα είναι ακόμη σκεπτική για μια γενικότερη χρήση τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μια εταιρεία που σχεδόν είναι αυτή που τα εφηύρε, να λανσάρει πλέον ένα μοντέλο υποδήματος σε δύο εκδόσεις, με κλασικά κορδόνια ή με ταχυκορδόνια.
Η αλήθεια είναι ότι τα ταχυκορδόνια προσφέρουν σημαντική άνεση σε διάφορες φάσεις, και επιπλέον, είναι πολύ πιο ανθεκτικά από όσο φαίνονται. Μέχρι στιγμής, βρίσκονται μόνο σε χαμηλά παπούτσια hiking ή running. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και σε ψηλότερα υποδήματα πιο απαιτητικής ή ειδικής χρήσης, αλλά η ευρύτερη εφαρμογή τους έχει πέσει θύμα του αρχικού τους πλασαρίσματος ώς "άμεσου δεσίματος" με λίγες τρύπες, χωρίς άγκιστρα, κάτι που απαγορεύει την εφαρμογή σε ψηλότερα ή πιο ορειβατικά μοντέλα.
Η σταθερότητα
Η σταθερότητα δεν πρέπει να συγχέεται με το πολύ σφιγμένο ή το στενό παπούτσι. Το πολύ σφιγμένο ή το στενό προσθέτουν στη σταθερότητα αλλά δεν είναι οι σωστές παράμετροι στο θέμα. Αντίθετα θα έλεγα, οτι αυτά τα δύο είναι φθοροποιοί συμβιβασμοί εναλλακτικά ή συμπληρωματικά όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο στον τομέα "σταθερότητα", κάτι σύνηθες πχ στην αθλητική αναρρίχηση.
Ανάλογα το είδος της χρήσης στο βουνό η σταθερότητα έχει πολλές εφαρμογές, παραμέτρους, αλλά και υποχωρήσεις. Για αυτό όσο πιο εξειδικευμένα σταθερό το παπούτσι τόσο πιο δύσκολο να βρούμε το κατάλληλο για τα γούστα και το πόδι μας.
Η σταθερότητα αυξάνει τις δυνατότητες μας στο βουνό και χρειάζεται σε πέντε περιπτώσεις (και στην αθλητική αναρρίχηση, που δεν αναλύουμε περισσότερο σε αυτό το blog). Χρειάζεται (1) στις πλάγιες κλίσεις, (2) στις ανώμαλες επιφάνειες, (3) στις κινήσεις με ταχύτητα, (4) στις απότομες κινήσεις, και (5) στη μεταφορά φορτίων.
Στις πλάγιες κλίσεις "κόβει" καλύτερα το έδαφος, ενισχύει τον καλύτερο έλεγχο πατήματος.
Στις ανώμαλες επιφάνειες, αν αυτές είναι σταθερές βοηθά με καλύτερες γωνίες επαφής, και αν αυτές είναι ασταθείς, αυξάνει τη σιγουριά και την ασφάλεια στη διαχείρηση αυτών των επιφανειών.
Στις κινήσεις με ταχύτητα βοηθά στις στροφές και στις κατηφόρες.
Στις απότομες κινήσεις, ή απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, αναπτύσσεται μια στιγμιαία τοπική φυγόκεντρος στο πάτημα την οποία περισσότερο υποστηρίζει και διαχειρίζεται το παπούτσι, άρα καλύτερα το σταθερό παπούτσι, ταυτόχρονα και με τη βοήθεια της συνολικής τεχνικής και εξάσκησης.
Στη μεταφορά φορτίων... δεν χρειάζεται ανάλυση.
Στη σταθερότητα παίζουν ρόλο τρία πράγματα.
Η σόλα (κατασκευή, ποιότητα, ), η δομική κατασκευή στο κέλυφος του υποδήματος, και η σωστή εφαρμογή-μέγεθος του υποδήματος. Η σωστή εφαρμογή δεν έχει να κάνει μόνο με το κατάλληλο "νούμερο" αλλά και με το καλούπι του κατασκευαστή, που πρέπει να είναι αντίστοιχο με το πόδι μας.
Μετά από όλα αυτά, κάποιος θα έκανε την ερώτηση "από πλευράς εδάφους, ποιές είναι ιεραρχικά οι καταστάσεις που απαιτούν περισσότερη σταθερότητα;"
Όσον αφορά το έδαφος, η πιο απλή περίπτωση είναι ένα στρωτό, πλατύ, επίπεδης επιφάνειας μονοπάτι.
Πιο απαιτητικό είναι ένα μονοπάτι που διέρχεται από διάφορα είδη εδαφών, πέτρες, βράχους, στενές χαράξεις, πλάγιες κλίσεις, κλπ.
Ακόμη πιο απαιτητικό είναι αν στα παραπάνω προστεθούν τμήματα λασπώδη, ή με χιόνια, και ακόμη περισσότερο πάνω από άγνωστης κατάστασης έδαφος.
Και η κορυφαία περίπτωση, στην ορειβατική πεζοπορία, είναι οτιδήποτε στο βουνό ευρίσκεται εκτός μονοπατιού.
Το στρώσιμο
Το "break-in", που λέμε στα... Ελληνικά, είναι μια ειδική περίπτωση. Σχεδόν όλα (ή να πω όλα) τα σύγχρονα ορειβατικά υποδήματα έρχονται ήδη "στρωμένα" απο το εργοστάσιο, όπως πχ τα αυτοκίνητα. Αυτό γίνεται με τρείς τρόπους, με κατασκευαστική προφόρτιση του υποδήματος να έχει συγκεκριμένο σουλούπι (πχ να έχει ήδη σηκωμένη μύτη), με εσωτερικό τέντωμα της συνολικής κατασκευής, και με απάλειψη εσωτερικών εξογκωμάτων λόγω ραφών ή άλλων δομικών στοιχείων. Ενδεχομένως δεν ξέρω κάποια επιπλέον τεχνική αλλά μπήκατε στο νόημα.
Όλα αυτά έχουν ένα καλό και ένα κακό αποτέλεσμα.
Το καλό είναι οτι δεν θα ταλαιπωρήσεις τα ήδη καταπονημένα πόδια σου, από δραστηριότητες ετών στο βουνό, στρώνοντας ένα καινούριο ορειβατικό παπούτσι. Όμως παρόλαυτα, εξακολουθεί να χρειάζεται ακόμη το πραγματικό "σπάσιμο" (δηλ "στρώσιμο").
Το πραγματικό στρώσιμο ανάλογα την κατηγορία και το μοντέλο αρχίζει να γίνεται στα 5χλμ, αθροιστικά, και μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμη και πάνω από τα 100χλμ, και ανάλογα το έδαφος στο οποίο γίνεται το στρώσιμο.
Επίσης, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε πολυήμερη δραστηριότητα στο βουνό, εκτός του στρωσίματος είναι καλό να έχουν φορεθεί και για ένα διάστημα τουλάχιστον 2 μηνών με συστηματική χρήση. Συστηματική χρήση εννοούμε πχ μια οποιαδήποτε πεζοπορία στο βουνό ανελλιπώς κάθε ΣΚ.
Υπόψη ότι, μιλώντας γενικότερα για τη συστηματική χρήση, αν αυτή γίνεται σε πόλη και μάλιστα σε καθημερινή βάση, δεν ενδείκνυται τόσο για τα ορειβατικά παπούτσια για πολλούς λόγους. Ίσως εξαιρώντας κάποια χαμηλά μοντέλα γενικής χρήσης και μικρότερου κόστους, τα οποία αρκετοί χρησιμοποιούν σαν ποιοτικά παπούτσια στην καθημερινότητα, δεδομένης της αξιοπιστίας και της υποστήριξης στο πόδι που παρέχει οποιοδήποτε παπούτσι για το βουνό.
Το κακό είναι οτι στην πρώτη δοκιμή τα υποδήματα, όπως είναι τεχνητά στρωμένα, δίνουν μια ελαφρώς εσφαλμένη εικόνα για το σωστό νούμερο/μοντέλο.
Ταυτόχρονα, η αρχική κάπως "στρωτή" αίσθηση ξεγελά τους ακόμη αμύητους, που όμως διαπιστώνουν στην πορεία οτι τα σκληρά παπούτσια, όπως είναι τα ορειβατικά, αναπτύσσουν διαφορετική σχέση "επαφής" με το πόδι από οτι ένα παπούτσι πόλης.
Όλα αυτά έχουν ένα καλό και ένα κακό αποτέλεσμα.
Το καλό είναι οτι δεν θα ταλαιπωρήσεις τα ήδη καταπονημένα πόδια σου, από δραστηριότητες ετών στο βουνό, στρώνοντας ένα καινούριο ορειβατικό παπούτσι. Όμως παρόλαυτα, εξακολουθεί να χρειάζεται ακόμη το πραγματικό "σπάσιμο" (δηλ "στρώσιμο").
Το πραγματικό στρώσιμο ανάλογα την κατηγορία και το μοντέλο αρχίζει να γίνεται στα 5χλμ, αθροιστικά, και μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμη και πάνω από τα 100χλμ, και ανάλογα το έδαφος στο οποίο γίνεται το στρώσιμο.
Επίσης, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε πολυήμερη δραστηριότητα στο βουνό, εκτός του στρωσίματος είναι καλό να έχουν φορεθεί και για ένα διάστημα τουλάχιστον 2 μηνών με συστηματική χρήση. Συστηματική χρήση εννοούμε πχ μια οποιαδήποτε πεζοπορία στο βουνό ανελλιπώς κάθε ΣΚ.
Υπόψη ότι, μιλώντας γενικότερα για τη συστηματική χρήση, αν αυτή γίνεται σε πόλη και μάλιστα σε καθημερινή βάση, δεν ενδείκνυται τόσο για τα ορειβατικά παπούτσια για πολλούς λόγους. Ίσως εξαιρώντας κάποια χαμηλά μοντέλα γενικής χρήσης και μικρότερου κόστους, τα οποία αρκετοί χρησιμοποιούν σαν ποιοτικά παπούτσια στην καθημερινότητα, δεδομένης της αξιοπιστίας και της υποστήριξης στο πόδι που παρέχει οποιοδήποτε παπούτσι για το βουνό.
Το κακό είναι οτι στην πρώτη δοκιμή τα υποδήματα, όπως είναι τεχνητά στρωμένα, δίνουν μια ελαφρώς εσφαλμένη εικόνα για το σωστό νούμερο/μοντέλο.
Ταυτόχρονα, η αρχική κάπως "στρωτή" αίσθηση ξεγελά τους ακόμη αμύητους, που όμως διαπιστώνουν στην πορεία οτι τα σκληρά παπούτσια, όπως είναι τα ορειβατικά, αναπτύσσουν διαφορετική σχέση "επαφής" με το πόδι από οτι ένα παπούτσι πόλης.
Καταρχήν ας μετρήσουμε να ξέρουμε το μήκος του πέλματος μας.
Στην κάλυψη αποστάσεων με τα πόδια (πεζοπορία, τρέξιμο) τα παπούτσια πρέπει να είναι μεγαλύτερα στο μήκος από ότι στην πόλη, για την άνεση στις μεγάλες διαδρομές, για μείωση των καταπονήσεων στο ανώμαλο έδαφος, και για τα δάχτυλα στις καταβάσεις.
Όσον αφορά το μήκος του υποδήματος λοιπόν, ο παραδοσιακός γενικός κανόνας (και διαχρονικά δοκιμασμένος και καταξιωμένος) για χρήση σε μεγάλες αποστάσεις είναι, αφού φορέσουμε το παπούτσι με λυμένα και χαλαρά κορδόνια σε όλο το μήκος των τρυπών, να χωρά ο δείκτης του χεριού πίσω από τον αχίλλειο τένοντα και τη φτέρνα, ενώ τα δάχτυλα του ποδιού ακουμπάνε μπροστά χωρίς να λυγίζουν.
Ένας άλλος εμπειρικός κανόνας, λίγο πιο χοντρικός αυτός, είναι το παπούτσι να είναι 2EU νούμερα μεγαλύτερο από το νούμερο εκείνο που έχει εσωτερικό μήκος ίσο με τη μέτρηση του πέλματος. Είναι χοντρικός, γιατί άλλη σημασία έχει μια διαφορά 2EU για ένα μικρό πόδι, και άλλη για ένα μεγάλο (1EU ως μέγεθος είναι πάντα ίδιο, σε οποιοδήποτε σημείο της κλίμακας), ενώ η μέτρηση με το δάχτυλο του χρήστη είναι αναλογική.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνάμε τα 2.5EU νούμερα μεγαλύτερο από το πόδι μας (ή τα 3EU σε κάποια καλούπια και πολύ μεγάλα μεγέθη), γιατί το πολύ παραπάνω μήκος από μόνο του δεν είναι τόσο κακό (δευτερεύον πρόβλημα) όμως όσο μεγαλύτερο είναι ένα παπούτσι συμβαίνουν δύο πράγματα: Αλλάζουν θέση τα "κέντρα" του υποδήματος σε σχέση με τα αντίστοιχα του ποδιού, και επίσης, αυξάνει ο εσωτερικός όγκος. Στο βουνό θέλουμε και σταθερό υπόδημα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας του, οπουδήποτε. Στις τραβέρσες, στις αναβάσεις, στις καταβάσεις, στο συμπαγές, στο σαθρό, στο χιόνι, στη λάσπη, στο χώμα, στο βράχο.
- Απλώνουμε ένα χαρτί στο πάτωμα, πχ μια σελίδα Α4, μπροστά από έναν τοίχο. Η άκρη του χαρτιού να ακουμπάει στον τοίχο.
- Σε όρθια στάση χωρίς παπούτσια και κάλτσες, πατάμε το ένα πέλμα μας γυμνό πάνω στο χαρτί ενώ ταυτόχρονα η φτέρνα μας, πίσω, ακουμπάει στον τοίχο χωρίς να την πιέζουμε.
- Σημειώνουμε στο χαρτί το σημείο που φτάνει το δάχτυλο που προεξέχει πιο μπροστά από τα άλλα. Αν κάνει κάποιος άλλος τη σημείωση αυτή, για να μη χαλάσουμε την όρθια στάση μας, ίσως η ακρίβεια να είναι καλύτερη.
- Επαναλαμβάνουμε με το άλλο πόδι.
- Μετράμε με χάρακα στο χαρτί (για ακρίβεια, άρα όχι με μεζούρα), το μήκος κάθε πέλματος. Κρατάμε το μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Στην κάλυψη αποστάσεων με τα πόδια (πεζοπορία, τρέξιμο) τα παπούτσια πρέπει να είναι μεγαλύτερα στο μήκος από ότι στην πόλη, για την άνεση στις μεγάλες διαδρομές, για μείωση των καταπονήσεων στο ανώμαλο έδαφος, και για τα δάχτυλα στις καταβάσεις.
Όσον αφορά το μήκος του υποδήματος λοιπόν, ο παραδοσιακός γενικός κανόνας (και διαχρονικά δοκιμασμένος και καταξιωμένος) για χρήση σε μεγάλες αποστάσεις είναι, αφού φορέσουμε το παπούτσι με λυμένα και χαλαρά κορδόνια σε όλο το μήκος των τρυπών, να χωρά ο δείκτης του χεριού πίσω από τον αχίλλειο τένοντα και τη φτέρνα, ενώ τα δάχτυλα του ποδιού ακουμπάνε μπροστά χωρίς να λυγίζουν.
Ένας άλλος εμπειρικός κανόνας, λίγο πιο χοντρικός αυτός, είναι το παπούτσι να είναι 2EU νούμερα μεγαλύτερο από το νούμερο εκείνο που έχει εσωτερικό μήκος ίσο με τη μέτρηση του πέλματος. Είναι χοντρικός, γιατί άλλη σημασία έχει μια διαφορά 2EU για ένα μικρό πόδι, και άλλη για ένα μεγάλο (1EU ως μέγεθος είναι πάντα ίδιο, σε οποιοδήποτε σημείο της κλίμακας), ενώ η μέτρηση με το δάχτυλο του χρήστη είναι αναλογική.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνάμε τα 2.5EU νούμερα μεγαλύτερο από το πόδι μας (ή τα 3EU σε κάποια καλούπια και πολύ μεγάλα μεγέθη), γιατί το πολύ παραπάνω μήκος από μόνο του δεν είναι τόσο κακό (δευτερεύον πρόβλημα) όμως όσο μεγαλύτερο είναι ένα παπούτσι συμβαίνουν δύο πράγματα: Αλλάζουν θέση τα "κέντρα" του υποδήματος σε σχέση με τα αντίστοιχα του ποδιού, και επίσης, αυξάνει ο εσωτερικός όγκος. Στο βουνό θέλουμε και σταθερό υπόδημα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας του, οπουδήποτε. Στις τραβέρσες, στις αναβάσεις, στις καταβάσεις, στο συμπαγές, στο σαθρό, στο χιόνι, στη λάσπη, στο χώμα, στο βράχο.
Θεωρητικά :
1 - Αν στο μήκος του μακρύτερου πέλματος προσθέσετε από 10 χιλιοστά για τα πολύ μικρά πόδια μέχρι 15 χιλιοστά για τα πολύ μεγάλα πόδια, μπορείτε να βρείτε στον παραπάνω πίνακα το μέγεθος EU που φοράτε σε μεγάλες αποστάσεις για πεζοπορία, τρέξιμο, ή ορειβασία (πλην αναρρίχησης). Σαν μεγάλες ημερήσιες αποστάσεις εννοούμε κάπου μετά τα 10-12χλμ, και πιο συνήθως από τα 15-16χλμ. Αλλά πέραν του τυπικού παίζει ρόλο και ο χρήστης. Για έναν αρχάριο χρήστη, και ενδεχομένως στις αρχές με κάποια θέματα βάρους ή κινητικότητας, οι "μεγάλες αποστάσεις" μπορεί να αρχίζουν από τα 4-5χλμ, οπότε και για την περίπτωση αυτή ισχύουν οι παραπάνω υπολογισμοί.
Αν προορίζεται μόνο για μικρές διαδρομές, ή απλά θέλετε ένα "τεχνικό" παπούτσι για καφέ στην πόλη και κάποιες αποστάσεις για ψώνια (κάποια χαμηλά ορειβατικά παπούτσια είναι άψογα και για τέτοιες χρήσεις), τότε προσθέστε μόνο 6 έως 9 χιλιοστά (αντί 10 έως 15), αλλά δεν θα είναι κακό αν είναι και λίγο παραπάνω ανάλογα την περίπτωση πχ μεγάλες ορθοστασίες. Όμως (εδώ εμφανίζονται τα πρώτα προβλήματα στην πράξη που θα δούμε παρακάτω) για ένα χοντρό πόδι, ή ένα πόδι με υψηλή καμάρα, ή για ένα υπόδημα στενότερου καλουπιού από άλλα, ίσως πρέπει να προσθέσουμε επιπλέον χιλιοστά. Το αν και πόσα επιπλέον, εξαρτάται από τον κατασκευαστή, αλλά και από το πως ο συγκεκριμένος διαχωρίζει στο φάρδος τα μισά νούμερα.
Αν θέλετε υποδήματα για "στατικά" σπορ (στατικά όσον αφορά τις κινήσεις του πέλματος μέσα στο παπούτσι), πχ αλπικό σκι, ποδηλασία, μηχανοκίνητο αθλητισμό, σπορ οδήγηση, το νούμερο του υποδήματος μπορεί να είναι και όσο η μέτρηση του ποδιού, ίσως και κατα μισό νούμερο EU μικρότερο ανάλογα την ειδική περίπτωση και τις προσωπικές προτιμήσεις. Πχ στην αθλητική αναρρίχηση υπάρχουν και περιπτώσεις συνδιασμού αθλητή, τεχνικής, και καλουπιού, όπου έχουν φορεθεί παπούτσια ακόμη και κατα δύο νούμερα μικρότερα (προσοχή, τέτοιες εφαρμογές απαιτούν ειδική προσέγγιση).
2 - Αν ο υπολογισμός σας τοποθετεί ανάμεσα σε δύο μεγέθη (πχ ανάμεσα σε ένα ολόκληρο και σε ένα μισό), επιλέξτε το μεγαλύτερο, ή αν ο υπολογισμός πέφτει ακριβώς σε ένα μέγεθος τότε κάντε μια δοκιμή και στο μεγαλύτερο. Όμως, στο τελικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να ξεπεράσουμε στο μήκος τα 15 χιλιοστά για τα πολύ μικρά πόδια έως τα 20 χιλιοστά για τα πολύ μεγάλα πόδια.
Στην πράξη :
Το πρώτο που χρειάζεται να κάνετε, πριν μελετήσετε πιο κάτω, είναι να ξεχάσετε για λίγο ότι ξέρετε από τη σχέση σας με τα μεγέθη στα παπούτσια πόλης ή της καθημερινότητας, ή να ξεχάσετε το αν σας βόλεψε κάποιο μέγεθος ορειβατικών παπουτσιών σε διαδρομές κάτω από 6-8 χλμ (ή κινητικότητα 2-3Ω) με περιστασιακή χρήση. Το ακριβές μέγεθος, στα ορειβατικά υποδήματα, όπως και το κατάλληλο φάρδος, που αλλάζουν από εταιρεία σε εταιρεία και απο μοντέλο σε μοντέλο, είναι αυτό που σταδιακά θα σας δώσει φτερά στα πόδια, που θα σας κάνει να νομίζετε ότι οι αποστάσεις είναι μικρές, και που θα επιτρέψει στο μυικό σας σύστημα, όχι μόνο των ποδιών, να αναπτυχθεί σωστά όσο θα γίνεστε περισσότερο συστηματικοί. Εκείνο που πρέπει να καταλάβετε, πάνω από όλα, είναι οτι τα παπούτσια μας σε αυτές τις χρήσεις είναι ταυτόχρονα και το εργαλείο μας και το σπίτι μας για πολλές συνεχόμενες ώρες, αρκετές φορές και με απρόβλεπτους παράγοντες στην πορεία μιας δραστηριότητας. Πάμε να δούμε τώρα τι πρέπει επιπλέον να γνωρίζουμε στην πράξη στην επιλογή του μεγέθους.
Οι κατασκευαστές έχουν διαφορές από τον τυπικό πίνακα στην παραπάνω ενότητα "Θεωρητικά", συνήθως μισό νούμερο EU, ενώ αρκετοί έχουν πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις κατα περίπτωση.
Ακόμη και στον ίδιο κατασκευαστή το ίδιο νούμερο σε διαφορετικά μοντέλα μπορεί να διαφέρει (αλλάζει το καλούπι, βλ καλαπόδι), όχι μόνο αυτό αλλά και στο ίδιο καλούπι ακόμη, αν ο κατασκευαστής αλλάξει πχ τα υλικά κατασκευής, πάλι μπορεί το υπόδημα να έχει διαφορετική εφαρμογή από ότι στην προηγούμενη έκδοση του.
Μια ακόμη περίπτωση είναι οτι μερικές εταιρείες στα "μισά" μεγέθη έχουν το ίδιο φάρδος με το επόμενο ή με το προηγούμενο "ολόκληρο" και αλλάζουν μόνο το μήκος. Σε κάποιες άλλες, πάλι, στα μισά μεγέθη αυξάνουν μόνο το φάρδος, σε σχέση με το προηγούμενο ολόκληρο μέγεθος.
Επίσης, υπάρχουν εταιρείες που ενώ δημοσιεύουν έναν γενικό πίνακα, που υποτίθεται αφορά όλα τους τα μοντέλα τουλάχιστον όσον αφορά το εσωτερικό μήκος, στην πράξη ο χρήστης διαπιστώνει ότι έχουν διαφορετικό μεγεθολόγιο ανάλογα το μοντέλο. Ναι, υπάρχουν και σοβαρές εταιρείες με τόσο χάλια ενημέρωση και μάρκετινγκ. Διότι δεν αρκεί απλώς το να δοκιμάσει κάποιος ένα τεχνικό υπόδημα, χωρίς να γνωρίζει τις τυπικές διαστάσεις και προδιαγραφές. Αυτό οδηγεί συχνά σε λάθος επιλογές που αποκαλύπτονται μόνο στη χρήση αργότερα. Πολύ περισσότερο στο σημερινό εμπόριο, με την ευρεία διάθεση προϊόντων, που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν σε όλα τα σημεία πώλησης εξειδικευμένοι πωλητές ώστε να γίνεται πάντα μια καθοδήγηση στις λεπτομέρειες της επιλογής.
Οι κατασκευαστές έχουν διαφορές από τον τυπικό πίνακα στην παραπάνω ενότητα "Θεωρητικά", συνήθως μισό νούμερο EU, ενώ αρκετοί έχουν πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις κατα περίπτωση.
Ακόμη και στον ίδιο κατασκευαστή το ίδιο νούμερο σε διαφορετικά μοντέλα μπορεί να διαφέρει (αλλάζει το καλούπι, βλ καλαπόδι), όχι μόνο αυτό αλλά και στο ίδιο καλούπι ακόμη, αν ο κατασκευαστής αλλάξει πχ τα υλικά κατασκευής, πάλι μπορεί το υπόδημα να έχει διαφορετική εφαρμογή από ότι στην προηγούμενη έκδοση του.
Μια ακόμη περίπτωση είναι οτι μερικές εταιρείες στα "μισά" μεγέθη έχουν το ίδιο φάρδος με το επόμενο ή με το προηγούμενο "ολόκληρο" και αλλάζουν μόνο το μήκος. Σε κάποιες άλλες, πάλι, στα μισά μεγέθη αυξάνουν μόνο το φάρδος, σε σχέση με το προηγούμενο ολόκληρο μέγεθος.
Επίσης, υπάρχουν εταιρείες που ενώ δημοσιεύουν έναν γενικό πίνακα, που υποτίθεται αφορά όλα τους τα μοντέλα τουλάχιστον όσον αφορά το εσωτερικό μήκος, στην πράξη ο χρήστης διαπιστώνει ότι έχουν διαφορετικό μεγεθολόγιο ανάλογα το μοντέλο. Ναι, υπάρχουν και σοβαρές εταιρείες με τόσο χάλια ενημέρωση και μάρκετινγκ. Διότι δεν αρκεί απλώς το να δοκιμάσει κάποιος ένα τεχνικό υπόδημα, χωρίς να γνωρίζει τις τυπικές διαστάσεις και προδιαγραφές. Αυτό οδηγεί συχνά σε λάθος επιλογές που αποκαλύπτονται μόνο στη χρήση αργότερα. Πολύ περισσότερο στο σημερινό εμπόριο, με την ευρεία διάθεση προϊόντων, που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν σε όλα τα σημεία πώλησης εξειδικευμένοι πωλητές ώστε να γίνεται πάντα μια καθοδήγηση στις λεπτομέρειες της επιλογής.
Πως ξέρουμε, λοιπόν, το εσωτερικό μήκος στα μεγέθη μιας εταιρείας;
Δυστυχώς, για διάφορους λόγους σε κάθε μία, το εσωτερικό μήκος στις περισσότερες είναι "κρατικό μυστικό". Στους πίνακες, άλλη παραθέτει τα μεγέθη των παπουτσιών μαζί με τα μήκη "κατάλληλου" πέλματος χρήστη, που στο 90% των περιπτώσεων είναι εντελώς άσχετη ένδειξη, και ταυτόχρονα μη ενδεικτική για το πραγματικό εσωτερικό μήκος του υποδήματος. Άλλη αναφέρει τα μεγέθη μαζί με την ένδειξη "mondopoint" ή "mondo point", όπου και πάλι, το mondopoint αναφέρεται χωρίς διευκρινήσεις, ενώ η μια εννοεί το εσωτερικό μήκος, και η άλλη αντίθετα, το μήκος του "κατάλληλου" πέλματος. Ομοίως, όπως με την παράθεση του mondopoint, υπάρχει η ίδια ασάφεια και όταν αναφέρουν τα μεγέθη παράλληλα με την αντιστοιχία σε "CM", δηλ εκατοστά. Οπότε, τελικά, δεν βγάζουμε άκρη στην περίπτωση που θέλουμε να δοκιμάσουμε μια άλλη εταιρεία από κάποια που ήδη χρησιμοποιούμε, και πολύ περισσότερο όταν είμαστε νεο-εισερχόμενοι χρήστες στον κόσμο των ορειβατικών παπουτσιών.
Οι κατασκευαστές που αναφέρουν ρητά χωρίς ασάφεια τα εσωτερικά μήκη, είναι σπάνια περίπτωση. Τις περισσότερες φορές μαθαίνουμε το πραγματικό εσωτερικό μήκος, σε εκατοστά, με τις εξής περιπτώσεις:
- Είτε από κάποιο νούμερο που έχουμε στα χέρια μας, άρα γνωρίζοντας τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού μήκους και του εμφανιζόμενου στον πίνακα της εταιρείας, "μεταφράζουμε" τις αντιστοιχίες και στον υπόλοιπο πίνακα μεγεθών. Η διαφορά αυτή είναι πάντα η ίδια σε όλη την κλίμακα των μεγεθών - πχ 0,5εκ.
- Είτε από την ετικέτα στο υπόδημα, αν δίπλα στο μέγεθος αναφέρει και την μέτρηση σε "CM", δηλ εκατοστά. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι τα εκατοστά που βλέπουμε στον πίνακα της εταιρείας, απροσδιόριστης ερμηνείας κάθε φορά, αλλά το πραγματικό εσωτερικό μήκος.
- Είτε αν είμαστε τυχεροί και η εταιρεία περιλαμβάνει στον πίνακα και τα μεγέθη JP (Japan), γιατί εκφράζονται σε εκατοστά, οπότε κοιτάμε στη δίπλα στήλη ποιο είναι το αντίστοιχο μέγεθος σε EU ή UK ή US.
Τα μεγέθη JP εκφράζονται σε εκατοστά και αφορούν πάντα το απόλυτο εσωτερικό μήκος του υποδήματος, δηλ το μέγεθος JP29 έχει εσωτερικό μήκος 29 εκατοστά, ή (μια παραλλαγή αναγραφής) πχ το JP295 έχει εσωτερικό μήκος 295 χιλοστά, αποκλειομένης κάθε άλλης ερμηνείας.
Ένας από τους μεγάλους κατασκευαστές ορειβατικών, σε μια σελίδα του για τα μεγέθη και την εφαρμογή των μοντέλων, αρχίζει το σχετικό κείμενο ως εξής: "Και νομίζατε ότι το να αγοράσετε καινούριο αυτοκίνητο ήταν ένα επίπονο θέμα".
Κάπως έτσι λοιπόν, όσοι είμαστε συστηματικοί, καταλήγουμε με τον καιρό να έχουμε ένα πλήθος ορειβατικών παπουτσιών. Άλλα για διαφορετικά τερέν, εποχές, και είδη εξορμήσεων, άλλα γιατί αποδείχτηκε ότι δεν μας ταίριαζε τόσο το συγκεκριμένο καλούπι ή γιατί τελικά δεν ήταν τόσο καλά για χειμερινά ή για θερινά, και τα βάλαμε στο ντουλάπι, άλλα γιατί πάλιωσαν πολύ μεν αλλά τα αγαπήσαμε και τα κρατήσαμε στην άκρη να τα βλέπουμε, και πάει λέγοντας. Προσθέστε το γεγονός και ότι τόσο λόγω του ορεινού τερέν όσο και λόγω της συστηματικής χρήσης σε αποστάσεις, οι σόλες φθείρονται γρήγορα - πχ στα δύο χρόνια, ή σε μερικούς δρομείς κρατάνε για οκτώ μήνες ή ένα χρόνο. Από όλα αυτά, φαίνεται και γιατί διάφορες μεγάλες εταιρείες ορειβατικών ή αθλητικών ειδών αποφάσισαν τις τελευταίες δεκαετίες να μπούν δυναμικά και στον τομέα των ορειβατικών παπουτσιών, επηρεάζοντας ανάλογα και τα δρώμενα στο βουνό. Γιατί, εμπορικά, τα παπούτσια για το βουνό μπορούσαν να γίνουν, και έγιναν, χώρος και με συχνή και με δαπανηρή κατανάλωση.
Ένα ακόμη πρόβλημα, στην πράξη, της επιλογής μεγέθους (νούμερου) για τέτοιες εξειδικευμένες χρήσεις, δηλαδή για συστηματική πεζοπορία ή τρέξιμο ή ορειβασία, είναι στη διαφορά του εσωτερικού όγκου ανάμεσα στα διάφορα μοντέλα, που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Στο τέλος, με όλες αυτές τις γνώσεις και τα "υπόψην" κατα νού, θα δούμε πως βρίσκουμε το σωστό υπόδημα για τα δικά μας πόδια.
Σημείωση. Προσοχή, ειδικότερα για παπούτσια αναρρίχησης, ο τρόπος επιλογής του κατάλληλου μεγέθους είναι διαφορετικός από όλα τα παραπάνω. Καταρχήν, για αυτούς που είναι η πρώτη τους φορά, απαιτείται μια πρώτη επαφή σε πίστα ή στο πεδίο και σχετική συζήτηση.
Κάπως έτσι λοιπόν, όσοι είμαστε συστηματικοί, καταλήγουμε με τον καιρό να έχουμε ένα πλήθος ορειβατικών παπουτσιών. Άλλα για διαφορετικά τερέν, εποχές, και είδη εξορμήσεων, άλλα γιατί αποδείχτηκε ότι δεν μας ταίριαζε τόσο το συγκεκριμένο καλούπι ή γιατί τελικά δεν ήταν τόσο καλά για χειμερινά ή για θερινά, και τα βάλαμε στο ντουλάπι, άλλα γιατί πάλιωσαν πολύ μεν αλλά τα αγαπήσαμε και τα κρατήσαμε στην άκρη να τα βλέπουμε, και πάει λέγοντας. Προσθέστε το γεγονός και ότι τόσο λόγω του ορεινού τερέν όσο και λόγω της συστηματικής χρήσης σε αποστάσεις, οι σόλες φθείρονται γρήγορα - πχ στα δύο χρόνια, ή σε μερικούς δρομείς κρατάνε για οκτώ μήνες ή ένα χρόνο. Από όλα αυτά, φαίνεται και γιατί διάφορες μεγάλες εταιρείες ορειβατικών ή αθλητικών ειδών αποφάσισαν τις τελευταίες δεκαετίες να μπούν δυναμικά και στον τομέα των ορειβατικών παπουτσιών, επηρεάζοντας ανάλογα και τα δρώμενα στο βουνό. Γιατί, εμπορικά, τα παπούτσια για το βουνό μπορούσαν να γίνουν, και έγιναν, χώρος και με συχνή και με δαπανηρή κατανάλωση.
Ένα ακόμη πρόβλημα, στην πράξη, της επιλογής μεγέθους (νούμερου) για τέτοιες εξειδικευμένες χρήσεις, δηλαδή για συστηματική πεζοπορία ή τρέξιμο ή ορειβασία, είναι στη διαφορά του εσωτερικού όγκου ανάμεσα στα διάφορα μοντέλα, που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Στο τέλος, με όλες αυτές τις γνώσεις και τα "υπόψην" κατα νού, θα δούμε πως βρίσκουμε το σωστό υπόδημα για τα δικά μας πόδια.
Σημείωση. Προσοχή, ειδικότερα για παπούτσια αναρρίχησης, ο τρόπος επιλογής του κατάλληλου μεγέθους είναι διαφορετικός από όλα τα παραπάνω. Καταρχήν, για αυτούς που είναι η πρώτη τους φορά, απαιτείται μια πρώτη επαφή σε πίστα ή στο πεδίο και σχετική συζήτηση.
Το Φάρδος του υποδήματος
Πάμε λοιπόν στο επόμενο θέμα, το φάρδος του υποδήματος. Η διαφορά στην απόλυτη μέτρηση του πλάτους στη σόλα, από το ένα νούμερο στο άλλο, δεν είναι τραγική αλλά εκείνο που αλλάζει δραματικά είναι ο συνολικός εσωτερικός όγκος.
Επίσης, άλλα μοντέλα είναι γενικώς φαρδύτερα, ή στενότερα, και, άλλα μοντέλα είναι πιο φαρδιά ή πιο στενά μπροστά, η συνηθέστερη περίπτωση στα ορειβατικά.
Ένας κατασκευαστής χρησιμοποιεί διάφορα καλούπια (καλαπόδια), άρα αυτό που ερευνούμε δεν είναι μόνο η διαφορά μεταξύ κατασκευαστών αλλά και ανάμεσα στα μοντέλα των παπουτσιών. Σε γενικές γραμμές, βέβαια, ο καθένας μας με τον καιρό δημιουργεί μια ιδέα πόσο του ταιριάζουν κάποιοι κατασκευαστές σε σχέση με κάποιους άλλους. Σε αυτή την έρευνα, επίσης βοηθά πολύ ένας πωλητής.
Έτσι λοιπόν, η μεγαλύτερη περιπλοκότητα και οι μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις των μοντέλων (καλουπιών) και των κατασκευαστών, στο θέμα "μέγεθος", είναι στον εσωτερικό όγκο του υποδήματος, είτε συνολικά είτε στα διάφορα σημεία. Οι διαφοροποιήσεις των καλουπιών στο μήκος είναι δεύτερο πρόβλημα.
Στην πράξη, τα προβλήματα στο φάρδος/όγκο τα αντιμετωπίζουμε περισσότερο σε δύο σημεία. Στον χώρο για τα δάχτυλα, συνήθως στα πλάγια και κάποιες φορές προς τα πάνω, και, στον χώρο της φτέρνας, η οποία με δεμένα τα κορδόνια δεν πρέπει να σηκώνεται ιδιαίτερα (το εντελώς καθόλου ή το πολύ, δημιουργούν πληγές), και σίγουρα δεν πρέπει να βγαίνει το δεμένο παπούτσι από το πόδι μας.
Οι άνδρες που φορούν μικρά νούμερα,
αν στο μήκος που τους ενδιαφέρει, το παπούτσι τους πέφτει φαρδύ, μπορούν να δοκιμάσουν και τα γυναικεία νούμερα. Τα γυναικεία στο ίδιο μήκος με τα ανδρικά (όσον αφορά τη μέτρηση), διαφέρουν μόνο στον όγκο, και σε πολλές μάρκες έχουν χρώματα που είναι αξιοπρεπή για ανδρική χρήση.
Όσοι δεν βρίσκουν εύκολα παπούτσι για φαρδύ πόδι, ας δοκιμάσουν και τις Αμερικάνικες μάρκες. Οι πέραν του Ατλαντικού, μάλιστα, αυτοχαρακτηρίζονται σαν "πλατύποδες" και ανάλογα λειτουργούν οι εταιρείες κατασκευής. Φαρδιές, επίσης, είναι και κάποιες Γερμανικές μάρκες.
Τα "νορμάλ" μοντέλα στο πλάτος ή και πιο στενά, ή "model like" αμερικανιστί, συναντώνται συνήθως στις Ιταλικές μάρκες. Οι οποίες (παρεμπιπτόντως) τραβούν μεγάλα ζόρια στη "μετάφραση" των μεγεθών τους στη δελεαστική αμερικανική αγορά, από την κλίμακα EU στην κλίμακα US, όμως εξισορροπώντας με τη μεγάλη φήμη που έχουν τα ευρωπαϊκά ορειβατικά μοντέλα.
Αφού λοιπόν πολλοί πονοκεφάλιασαν πιο πάνω με τα διάφορα θέματα που σχετίζονται με την επιλογή του κατάλληλου μεγέθους, πάμε τώρα να δούμε τι κάνουμε στην πράξη, έχοντας όλα τα παραπάνω κατα νού.
Όπως λένε όλοι, και είναι σωστό, για μια αρχική επιλογή υποδήματος πάμε στο κατάστημα τις ώρες που ξέρουμε οτι τα πόδια μας είναι πιο "φουσκωμένα", συνήθως αργά το απόγευμα, και έχουμε φέρει μαζί μας τις κάλτσες που φοράμε στο βουνό. Αν είμαστε ακόμη αρχάριοι πιθανόν φοράμε κάλτσες πολύ χοντρές ή και διπλές ακόμη, σαν να προπονούμαστε για backpackers στην Αριζόνα. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αυτό που βολεύει εμάς, και η πείρα θα φέρει τα υπόλοιπα.
Επίσης, άλλα μοντέλα είναι γενικώς φαρδύτερα, ή στενότερα, και, άλλα μοντέλα είναι πιο φαρδιά ή πιο στενά μπροστά, η συνηθέστερη περίπτωση στα ορειβατικά.
Ένας κατασκευαστής χρησιμοποιεί διάφορα καλούπια (καλαπόδια), άρα αυτό που ερευνούμε δεν είναι μόνο η διαφορά μεταξύ κατασκευαστών αλλά και ανάμεσα στα μοντέλα των παπουτσιών. Σε γενικές γραμμές, βέβαια, ο καθένας μας με τον καιρό δημιουργεί μια ιδέα πόσο του ταιριάζουν κάποιοι κατασκευαστές σε σχέση με κάποιους άλλους. Σε αυτή την έρευνα, επίσης βοηθά πολύ ένας πωλητής.
Έτσι λοιπόν, η μεγαλύτερη περιπλοκότητα και οι μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις των μοντέλων (καλουπιών) και των κατασκευαστών, στο θέμα "μέγεθος", είναι στον εσωτερικό όγκο του υποδήματος, είτε συνολικά είτε στα διάφορα σημεία. Οι διαφοροποιήσεις των καλουπιών στο μήκος είναι δεύτερο πρόβλημα.
Στην πράξη, τα προβλήματα στο φάρδος/όγκο τα αντιμετωπίζουμε περισσότερο σε δύο σημεία. Στον χώρο για τα δάχτυλα, συνήθως στα πλάγια και κάποιες φορές προς τα πάνω, και, στον χώρο της φτέρνας, η οποία με δεμένα τα κορδόνια δεν πρέπει να σηκώνεται ιδιαίτερα (το εντελώς καθόλου ή το πολύ, δημιουργούν πληγές), και σίγουρα δεν πρέπει να βγαίνει το δεμένο παπούτσι από το πόδι μας.
Οι άνδρες που φορούν μικρά νούμερα,
αν στο μήκος που τους ενδιαφέρει, το παπούτσι τους πέφτει φαρδύ, μπορούν να δοκιμάσουν και τα γυναικεία νούμερα. Τα γυναικεία στο ίδιο μήκος με τα ανδρικά (όσον αφορά τη μέτρηση), διαφέρουν μόνο στον όγκο, και σε πολλές μάρκες έχουν χρώματα που είναι αξιοπρεπή για ανδρική χρήση.
Όσοι δεν βρίσκουν εύκολα παπούτσι για φαρδύ πόδι, ας δοκιμάσουν και τις Αμερικάνικες μάρκες. Οι πέραν του Ατλαντικού, μάλιστα, αυτοχαρακτηρίζονται σαν "πλατύποδες" και ανάλογα λειτουργούν οι εταιρείες κατασκευής. Φαρδιές, επίσης, είναι και κάποιες Γερμανικές μάρκες.
Τα "νορμάλ" μοντέλα στο πλάτος ή και πιο στενά, ή "model like" αμερικανιστί, συναντώνται συνήθως στις Ιταλικές μάρκες. Οι οποίες (παρεμπιπτόντως) τραβούν μεγάλα ζόρια στη "μετάφραση" των μεγεθών τους στη δελεαστική αμερικανική αγορά, από την κλίμακα EU στην κλίμακα US, όμως εξισορροπώντας με τη μεγάλη φήμη που έχουν τα ευρωπαϊκά ορειβατικά μοντέλα.
Πράξη και δοκιμή
Αφού λοιπόν πολλοί πονοκεφάλιασαν πιο πάνω με τα διάφορα θέματα που σχετίζονται με την επιλογή του κατάλληλου μεγέθους, πάμε τώρα να δούμε τι κάνουμε στην πράξη, έχοντας όλα τα παραπάνω κατα νού.
Όπως λένε όλοι, και είναι σωστό, για μια αρχική επιλογή υποδήματος πάμε στο κατάστημα τις ώρες που ξέρουμε οτι τα πόδια μας είναι πιο "φουσκωμένα", συνήθως αργά το απόγευμα, και έχουμε φέρει μαζί μας τις κάλτσες που φοράμε στο βουνό. Αν είμαστε ακόμη αρχάριοι πιθανόν φοράμε κάλτσες πολύ χοντρές ή και διπλές ακόμη, σαν να προπονούμαστε για backpackers στην Αριζόνα. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αυτό που βολεύει εμάς, και η πείρα θα φέρει τα υπόλοιπα.
Αν δεν έχετε καταλήξει ακόμη σε συγκεκριμένες κάλτσες, για τέτοιες χρήσεις, ξεκινήστε με σχετικά λεπτές ή λεπτές ισοθερμικές, σε μονό ζευγάρι, κανονικού μήκους. Ουδέποτε βαμβακερές, σε καμία εποχή του χρόνου.
Βάλαμε λοιπόν το παπούτσι, τέλειο, μας πάει και γάντι, αλλά... ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα στην πραγματικότητα.
Τα ορειβατικά λειτουργούν διαφορετικά από τα απλά παπούτσια πόλης, λόγω σκληρότητας και δομικής κατασκευής, εννοώντας και τα "μαλακά" ορειβατικά. Επίσης, με τα μεγέθη που χρησιμοποιούμε στα παπούτσια πόλης δεν διανύουμε μεγάλες αποστάσεις ούτε ανώμαλα εδάφη όπου το παπούτσι θα εφάρμοζε στρεπτικές τριβές και καταπονήσεις στο πόδι και τα δάχτυλα.
Βάλαμε λοιπόν το παπούτσι, τέλειο, μας πάει και γάντι, αλλά... ακόμη δεν ξέρουμε τίποτα στην πραγματικότητα.
Τα ορειβατικά λειτουργούν διαφορετικά από τα απλά παπούτσια πόλης, λόγω σκληρότητας και δομικής κατασκευής, εννοώντας και τα "μαλακά" ορειβατικά. Επίσης, με τα μεγέθη που χρησιμοποιούμε στα παπούτσια πόλης δεν διανύουμε μεγάλες αποστάσεις ούτε ανώμαλα εδάφη όπου το παπούτσι θα εφάρμοζε στρεπτικές τριβές και καταπονήσεις στο πόδι και τα δάχτυλα.
Για αρχή, βγάζουμε τους των παπουτσιών, τους αφήνουμε στο έδαφος, και τους πατάμε όρθιοι. Προσοχή, αυτή η δοκιμή είναι ένας οπτικός έλεγχος ενδεικτικός μόνο για την περιοχή των δακτύλων, μην ασχοληθείτε σε αυτή με το περίγραμμα του υπόλοιπου πέλματος σας.
Ρίχνουμε μια ματιά, για να πάρουμε μια ιδέα πόσο μακρύτεροι είναι οι πάτοι από τα δάχτυλά μας (σύμφωνα με αυτά που λέγαμε στην αρχή), και για να πάρουμε μια ιδέα για το περίγραμμα των ποδιών μας σε σχέση με τους πάτους μόνο στην περιοχή των δακτύλων.
Στη συνέχεια, βάζουμε πάλι τους πάτους στα παπούτσια με προσοχή, χωρίς διπλώματα και ανωμαλίες στο στρώσιμο, τα φοράμε καθιστοί χωρίς να τα δέσουμε, σπρώχνουμε τα δάχτυλα των ποδιών να ακουμπήσουν το παπούτσι μπροστά χωρίς να διπλώσουν, φέρνουμε και το γόνατο μπροστά, πάνω από τη μύτη του υποδήματος, και βάζουμε τον δείκτη μας πίσω από τη φτέρνα για τον έλεγχο που είχαμε πεί στην αρχή.
Αν χωρά ο δείκτης χαλαρά, τόσο πίσω από τη φτέρνα μας όσο και πίσω από τον τένοντα, το μήκος του υποδήματος είναι κατάλληλο για μεγάλες διαδρομές. Αν ο δείκτης χωράει "περίπου" ή "βρίσκει κάπως" πίσω από τη φτέρνα ή πίσω από τον τένοντα, το μήκος είναι κατάλληλο για συνηθισμένες αποστάσεις της καθημερινότητας ή σχετικά μικρές πεζοπορίες.
Ενδεικτικά, λέγοντας μικρές πεζοπορίες, εννοούμε αποστάσεις γύρω στα 6χλμ σε πεδινό και επίπεδο έδαφος, ή 3-4χλμ σε μέτριας δυσκολίας ορεινό έδαφος.
Τώρα, όπως είμαστε καθιστοί φέρνουμε πάλι το γόνατο πίσω στη φυσική του στάση, σπρώχνουμε τη φτέρνα πίσω να "κουμπώσει" στη θέση της, και δένουμε τα κορδόνια, αφού τα σφίξουμε (και στην περίπτωση των ταχυκορδονιών) ξεκινώντας από τη μύτη του υποδήματος και σταδιακά μέχρι πίσω. Δηλαδή δεν τραβάμε με μία κίνηση τα κορδόνια - ή τα ταχυκορδόνια όπως στα διαφημιστικά βίντεο - ελπίζοντας ότι θα σφίξουν σωστά σε όλο το μήκος.
Όσο σφίγγουμε τα κορδόνια πιέζουμε με τα δάχτυλα τη γλώσσα των παπουτσιών προς τα κάτω - δηλ προς το πέλμα - γιατί είναι ακόμη "αφράτη", επειδή είναι καινούρια, ώστε να μειώσουμε τα χαλαρά σημεία.
Χρησιμοποιούμε την ειδική επιφάνεια στο κατάστημα, με ανωμαλίες και κλίσεις, να την περπατήσουμε μερικές φορές, για να δούμε αν ακουμπάνε τα δάχτυλα στο παπούτσι μπροστά, έστω και ανεπαίσθητα, αλλά και για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα για τη συμπεριφορά του υποδήματος και τη σχέση του με το πόδι μας.
Αν δεν υπάρχει τέτοια επιφάνεια δοκιμών, τότε κάνουμε κάτι άλλο. Όχι δεν ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε τις σκάλες του καταστήματος, για διάφορους λόγους αυτό δεν δίνει σαφή εικόνα.
[ 1_2 ]
Τώρα, όπως είμαστε καθιστοί φέρνουμε πάλι το γόνατο πίσω στη φυσική του στάση, σπρώχνουμε τη φτέρνα πίσω να "κουμπώσει" στη θέση της, και δένουμε τα κορδόνια, αφού τα σφίξουμε (και στην περίπτωση των ταχυκορδονιών) ξεκινώντας από τη μύτη του υποδήματος και σταδιακά μέχρι πίσω. Δηλαδή δεν τραβάμε με μία κίνηση τα κορδόνια - ή τα ταχυκορδόνια όπως στα διαφημιστικά βίντεο - ελπίζοντας ότι θα σφίξουν σωστά σε όλο το μήκος.
Όσο σφίγγουμε τα κορδόνια πιέζουμε με τα δάχτυλα τη γλώσσα των παπουτσιών προς τα κάτω - δηλ προς το πέλμα - γιατί είναι ακόμη "αφράτη", επειδή είναι καινούρια, ώστε να μειώσουμε τα χαλαρά σημεία.
Χρησιμοποιούμε την ειδική επιφάνεια στο κατάστημα, με ανωμαλίες και κλίσεις, να την περπατήσουμε μερικές φορές, για να δούμε αν ακουμπάνε τα δάχτυλα στο παπούτσι μπροστά, έστω και ανεπαίσθητα, αλλά και για να πάρουμε μια πρώτη ιδέα για τη συμπεριφορά του υποδήματος και τη σχέση του με το πόδι μας.
Αν δεν υπάρχει ειδική επιφάνεια
Αν δεν υπάρχει τέτοια επιφάνεια δοκιμών, τότε κάνουμε κάτι άλλο. Όχι δεν ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε τις σκάλες του καταστήματος, για διάφορους λόγους αυτό δεν δίνει σαφή εικόνα.
[ 1_2 ]
Με δεμένα τα παπούτσια βαδίζουμε στο συνηθισμένο πάτωμα, ως εξής:
- Στεκόμαστε όρθιοι με συνεχώς ελαφρά λυγισμένα τα γόνατα μας.
- Κάνουμε αργά και μεγάλα βήματα, έχοντας πάντα το βάρος στο πίσω πόδι.
- Σε κάθε βήμα απλώνουμε το πόδι πολύ εμπρός (το βάρος είναι στο πίσω) πατάμε στο έδαφος πρώτα το τακούνι και στη συνέχεια χτυπάμε με ορμή το υπόλοιπο πέλμα κάτω - ή χτυπάμε τα δάχτυλα κάτω, για να το πω αλλιώς.
- Κάνουμε έτσι τουλάχιστον 4 βήματα.
Αν νιώσαμε ότι οποιοδήποτε δάχτυλο μας από τα μακρύτερα ακουμπά το εμπρός τοίχωμα του υποδήματος, δηλ στη μύτη, τότε με αυτό το μέγεθος αυτού του μοντέλου θα υπάρχει πρόβλημα σε μεγάλες αποστάσεις ή μακριές κατηφόρες. Όσο περισσότερο εξασκούμαστε άρα θα αυξάνονται και οι επιδόσεις μας, και όσο περισσότερο συστηματικοί γινόμαστε, τόσο το πρόβλημα θα αυξάνεται.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος ελέγχου, με το ίδιο ζητούμενο. Απλά στεκόμαστε όρθιοι σε σκληρό πάτωμα φορώντας τα παπούτσια δεμένα, σηκώνουμε προς τα πίσω το πέλμα μας και κλωτσάμε ελαφρά το πάτωμα με τη μύτη, ελέγχοντας τα δάχτυλα για σημεία επαφής στο εμπρός τοίχωμα του υποδήματος. Όμως δεν προτείνω αυτόν τον τρόπο γιατί υπεισέρχονται διάφορες παράμετροι, ανάλογα τον χρήστη και το είδος του υποδήματος, που μπορεί να δώσουν μια λανθασμένη αίσθηση, και για αυτό δεν είναι κατάλληλος τουλάχιστον για μη έμπειρους χρήστες.
[ 2_2 ]
Στη συνέχεια, επανερχόμαστε στην κανονική στάση βάδισης και περπατάμε σβέλτα σε ευθεία, κάνοντας:
- γρήγορα
- 5-6 μεγάλα βήματα.
Υπόψη ότι στις ορειβατικές μπότες πλήρους ύψους (βλ και εδώ), για να κάνουμε μεγάλα βήματα, ίσως απαιτηθεί να έχουμε ελαφρώς λυγισμένα τα γόνατα μας και να χρησιμοποιήσουμε λίγο περισσότερο τους γοφούς και τη μέση μας.
Αν, λοιπόν, το απαιτούμενο σφίξιμο ώστε να "κάθεται" σωστά το συγκεκριμένο υπόδημα είναι υπερβολικό για το δικό μας πόδι - τις πρώτες φορές στα καινούργια ορειβατικά υποδήματα θα απαιτηθεί λίγο παραπάνω σφίξιμο που δεν είναι κακό - ή αν "παίζει" πολύ η φτέρνα μας, ή αν νιώθουμε ενόχληση σε κάποια σημεία, τα οποία εκτιμούμε ότι δεν θα "στρώσουν" - προσοχή στα ορειβατικά, θέματα σχετικά με το μήκος δεν βελτιώνονται με τη χρήση - ή αν κάτι μας απασχολεί στην περιοχή των δακτύλων, τότε δεν είναι κατάλληλο για εμάς.
Κατηγορίες
Οι κατηγορίες των ορειβατικών παπουτσιών στα Ελληνικά, απλά... δεν υπάρχουν. Έχουν επικρατήσει λοιπόν οι αντίστοιχες αγγλικές.
Το θέμα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο γιατί τα τελευταία πολλά χρόνια σε αυτές τις ονομασίες κατηγοριών έχουν υπεισέλθει διάφορες έννοιες από τις κατασκευάστριες εταιρείες, κάθε μία ίσως εννοεί κάτι άλλο. Όλο αυτό το σκηνικό κάνει αρκετά δύσκολο το να περιγράψει κανείς τα πράγματα με ένα σαφή τρόπο.
Όσον αφορά την επιλογή της κατηγορίας χρήσης που αναφέρουμε εδώ, ο χρήστης πρέπει να αποφασίσει μαζί και την και το επίπεδο
Παπούτσια για trekking
Άλλες εταιρείες εννοούν την αρχική σημασία του όρου, άλλες εννοούν απλά το πολύωρο περπάτημα στη φύση, και άλλες εννοούν την ορειβατική πεζοπορία αντί του hiking το οποίο στις μέρες μας ως όρος σε κάποιες αγορές ή γλώσσες σημαίνει την απλή πεζοπορία. Αν πρόκειται για την τελευταία περίπτωση, θα το καταλάβετε από την περιγραφή ή κοιτώντας τα μοντέλα hiking της ίδιας εταιρείας, τόσο στον όγκο όσο και στο συνολικό "δέσιμο" θα μοιάζουν με κοινά αθλητικά.
Παπούτσια για hiking
Στη διαδρομή του όρου, άρχισε να ανακατεύεται και το αρχικά Σκωτσέζικης προέλευσης hill hiking (σαν αντιδιαστολή στην ορειβασία "υψηλού βουνού" - mountaineering), και είναι τότε που το εννοιολογικό ανακάτεμα άρχισε να περνάει και στην εμπορική ορολογία.
Στην εποχή μας, άλλες εταιρείες εννοούν ως hiking τα παπούτσια για πορεία σε μονοπάτι, για σύντομες διαδρομές και μικρό φορτίο, άλλες εννοούν το πεζοπορικό παπούτσι γενικά (για περπάτημα γενικώς), άλλες το γεροδεμένο παπούτσι για οποιοδήποτε ορεινό έδαφος για ημερήσιες διαδρομές, και άλλες εννοούν απλά το ελαφρύ ορειβατικό παπούτσι γενικώς και αορίστως. Αν σας ενδιαφέρει η τελευταία περίπτωση ρίξτε μια ματιά και στην κατηγορία "ορεινού τρεξίματος".
Εδώ εντάσσονται και οι υποκατηγορίες "speed hiking", δηλ γρήγορης ή σβέλτης πεζοπορίας, στην ουσία ελαφρά μοντέλα της κατηγορίας ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνουν και κάποια καλύτερα χαρακτηριστικά κυρίως στη σταθερότητα, και "multipurpose", δηλ για ποικίλες χρήσεις σχετικές με πεζοπορία και γενικότερα σπορ δραστηριότητες.
Προσωπικά, έχω βγάλει άνετα πολυήμερες διαδρομές σε δύσκολα εδάφη και μικρά ή μεγάλα υψόμετρα με χαμηλά hiking, στα οποία προσαρμόζονται και γκέτες και κραμπόνς (πεζοπορίας). Όμως υπόψη, έχουν αρχίσει να εκλείπουν τα μοντέλα αυτού του είδους, στην ουσία γεροδεμένες εκδόσεις χαμηλού βάρους με όλα τα σωστά χαρακτηριστικά και για εκτός μονοπατιού δραστηριότητες. Πλέον, όλο και περισσότερο, η πλειοψηφία στα hiking είναι ένα πάντρεμα "ορεινού τρεξίματος" με πεζοπορικά στοιχεία, δηλαδή κάτι πιο ανάλαφρο από πριν. Δυστυχώς αυτό προήλθε από τη "φαεινή" έμπνευση δύο μεγάλων εταιρειών, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και οι άλλες, παρ'όλο που πολλοί ορειβάτες στο εξωτερικό χρησιμοποιούν χαμηλά ή ημίμποτα hiking και για δραστηριότητες σαν αυτές που είπα πριν.
Παπούτσια για backpacking
Τελικά, εμπορικά, επικράτησε ως όρος για το γεροδεμένο βαρύ παπούτσι, κατα προτίμηση για χρήση σε δρόμους και μονοπάτια, που παρέχει καλή στήριξη σε μεγάλα φορτία.
Μερικοί κατασκευαστές τα παπούτσια για backpacking τα συμπεριλαμβάνουν στην κατηγορία trekking.
Παπούτσια για trail
Άλλες εταιρείες εννοούν μοντέλο hiking αλλά με πιο ήπια χαρακτηριστικά, δηλαδή για μονοπάτι, αλλά το θέμα είναι τι εννοεί ως μονοπάτι η κάθε μία. Στις Άλπεις θα βρείς και μονοπάτια σαν πεζοδρόμια από χώμα, θα βρεις και άγρια ασβεστολιθικά μονοπάτια όπως είναι πολλά της Πάρνηθας. Άλλες δεν έχουν κάνει έρευνα στον τομέα hiking και απλά φτιάχνουν ένα μοντέλο που ονομάζουν "trail" (trail = μονοπάτι ή πατημένη διαδρομή) για να αποφύγουν τις μεγάλες απαιτήσεις. Άλλες ονομάζουν έτσι την πιο ελαφριά έκδοση ενός ορειβατικού μοντέλου που έχουν σε άλλη κατηγορία. Άλλες εννοούν ένα πιο ελαφρύ μοντέλο backpacking. Άλλες εννοούν οτι είναι γενικής πεζοπορίας, που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση, για την οποία ρίξτε επίσης μια ματιά για ανάλογα μοντέλα και στα hiking και στα ορεινού τρεξίματος.
Παπούτσια για climbing
Υπόψη ότι, αν είναι η πρώτη μας φορά, το μέγεθος για το δικό μας πόδι σε αυτή την κατηγορία προκύπτει μετά από μια πρώτη επαφή με την αναρρίχηση σε πίστα ή στο πεδίο, και σχετική συζήτηση.
Στα climbing, επίσης, μια αναδυόμενη υποκατηγορία είναι τα παπούτσια για bouldering. Δηλαδή την αναρρίχηση σε μικρούς βράχους ή αναρριχητικούς τοίχους. Στην ουσία είναι παπούτσια climbing με κάποια πιο κατάλληλα χαρακτηριστικά (πχ για αρνητικά), και έτσι ανάλογα την εταιρεία προωθούνται είτε ως bouldering είτε και ως τέτοια.
Παπούτσια για approach
Έτσι πλέον, ανάλογα πως το εννοεί κάθε εταιρεία, άλλα approach είναι κοινά αθλητικά με ενισχυμένη σόλα, κάποια άλλα είναι ελαφριά παπούτσια ημέρας για το βουνό, άλλα είναι για να φτάσει κανείς μέχρι την ορθοπλαγιά στη γενική πορεία του προς αυτήν, και πάει λέγοντας. Πχ μερικά μοντέλα είναι εναρμονισμένα με την πρωταρχική έννοια του όρου και είναι κατάλληλα, εκτός από μικρές πεζοπορίες, και για αναρριχήσεις ας πούμε έως III ή και IV βαθμού (UIAA).
Πάντως, αν θέλετε τα approach γιατί σκέφτεστε κάτι για ημερήσιες διαδρομές στο βουνό, ψάξτε ανάλογα μοντέλα και στην κατηγορία hiking, ή ακόμη και στη mountain running. Είναι πολύ πιθανό, πολλά από τα approach, να μη σας ικανοποιήσουν σε μακριές διαδρομές σε ορεινό έδαφος ή σε πετρώδεις διαδρομές "σπαστήρια".
Παπούτσια για mountaineering
Στον τομέα της ορειβασίας υψηλού βουνού οι κατασκευαστές δεν έχουν εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους.
Τα μοντέλα mountaineering είναι σε ύψος μπότας, εκτός από λίγα μοντέλα μικτής χρήσης που είναι σε ύψος ψηλού ημίμποτου.
Μερικά από τα μοντέλα mountaineering είναι κατάλληλα και για χαμηλότερα υψόμετρα.
Βλέπε και την στις μπότες.
Παπούτσια για Trail/Mountain Running
Οι διαφοροποιήσεις στα μοντέλα είναι κυρίως στις αποστάσεις για τις οποίες προορίζονται. Δευτερευόντως, υπάρχουν κάποια μοντέλα αρκετά πιο σκληρά ή πιο μαλακά από άλλα, άλλα μοντέλα με καλύτερη πλευσιμότητα στα σαθρά (ή στα χιόνια), κλπ.
Αρκετοί, για μικρές διαδρομές ορειβατικής πεζοπορίας χωρίς βαρύ σακίδιο προτιμούν παπούτσια αυτής της κατηγορίας. Υπόψη όμως ότι δεν υπάρχουν πολλές επιλογές σε αδιάβροχα μοντέλα.
Αν πράγματι τα θέλετε για τρέξιμο καλό είναι για κάθε μοντέλο να έχετε κάνει κάποια σχετική έρευνα ρωτώντας άλλους δρομείς. Στο σημείο αυτό, προσοχή, κάποιοι πωλητές συστήνουν για τρέξιμο και παπούτσια hiking των υποκατηγοριών "speed hiking" ή "multipurpose", χωρίς να διευκρινίζουν ότι δεν είναι τα ακριβώς κατάλληλα για την περίπτωση.
Αρκετά σχετική με αυτή την κατηγορία είναι και η ενότητα "Το drop" πιο κάτω.
Η σόλα
Η σόλα είναι η κατασκευή που έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Είναι τόσο μεγάλης σπουδαιότητας που πολλοί κατασκευαστές εμπιστεύονται άλλους κατασκευαστές που ειδικεύονται αποκλειστικά στις ορειβατικές σόλες.
Το υλικό
Στις μέρες μας το υλικό είναι συνθετικό με βάση το τεχνητό καουτσούκ σε διάφορα μίγματα. Από μόνο τεχνητό καουτσούκ μέχρι μίγμα μεγάλης περιεκτικότητας σε λάστιχο και άλλα υλικά.
Εδώ υπάρχει ένας γενικός κανόνας. Όσο πιο αντιολισθητικό είναι το υλικό μιας σόλας τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα φθείρεται.
Το αχνάρι, το μοτίβο, το πάτημα της σόλας (pattern)
Μια άλλη κατασκευαστική παράμετρος στο πέλμα είναι η ευκολία που απορρίπτει κομμάτια λάσπης και σφηνωμένα χαλίκια. Πάντα ανάλογα την κατηγορία χρήσης.
Μια ακόμη παράμετρος είναι η σχετική πλευσιμότητα που αναπτύσσει η σόλα σε σαθρές επιφάνειες. Και εδώ ενδιαφέρει η κατηγορία χρήσης, και είναι μια ιδιότητα που προέρχεται από τη συνολική συμμετοχή του υποδήματος, όχι μόνο αποκλειστικά από την κατασκευή της σόλας.
Η καμάρα
Η σόλα στα ορειβατικά παπούτσια έχει πάντα "καμάρα". Η καμάρα βοηθά:
- στην καλύτερη κατανομή της πίεσης στο έδαφος
- στο ελεγχόμενο φρενάρισμα της ορμής
- στην αποφυγή της ολίσθησης
- στην τοποθέτηση του αναβολέα της γκέτας
- στην ελκτική λαβή, συνήθως εκμεταλλευόμενοι ανωμαλίες του εδάφους
- σε μικρά πατήματα στο μέσον του πέλματος, πχ σε πέτρες ή στις via-ferrata.
Δεν έχουν καμάρα μόνο κάποια μοντέλα του mountain running.
Επίσης, με καμάρα ή χωρίς, στην περιοχή αυτή εφαρμόζεται η όποια κατασκευαστική τεχνική ακολουθεί ο κάθε κατασκευαστής για τη μείωση της στρεπτικότητας στο διαμήκη άξονα (torsional), ανάλογα και την ειδικότερη χρήση κάθε υποδήματος.
Η ακαμψία
Η πλήρης ή σχετική ακαμψία της σόλας κατα περίπτωση χρήσης, είναι δύο ειδών, είτε γύρω από τον διαμήκη άξονα, είτε και γύρω από τον εγκάρσιο άξονα. Με την ίδια σειρά που ανέφερα τους άξονες, ανεβαίνουν και οι κατηγορίες των υποδημάτων στις οποίες εφαρμόζεται κατασκευαστικά η ανάλογη ακαμψία - άλλοτε πλήρης και άλλοτε σε κάποιο ποσοστό ανάλογα τον ειδικότερο προορισμό χρήσης ενός μοντέλου. Η ακαμψία, κατα περίπτωση, χρειάζεται ή βοηθά:
- στα πατήματα μικρής επιφάνειας, αναρριχητικά ή μη
- στα δύσκολα περιβάλλοντα και εδάφη
- να ανοίγονται σκαλώματα στο χιόνι, τον πάγο, το χώμα
- στη χρήση ορειβατικών κραμπόν
- στο να προστατεύεται ακόμη περισσότερο το πόδι χαμηλά από κακώσεις.
Όσο πιο άκαμπτη είναι μια σόλα τόσο περισσότερο πρέπει να είναι ψηλό το υπόδημα, πχ η ύπαρξη ισχυρής λάμας προϋποθέτει τουλάχιστον ψηλό ημίμποτο, ώστε ο χειρισμός να είναι ευχερής.
Όσο πιο άκαμπτη είναι μια σόλα, και η ορειβατική μπότα γενικότερα, τόσο περισσότερη εξάσκηση χρειάζεται στη χρήση της.
Στην αρχή φαίνεται δύσκολο να περπατήσει κανείς με αξιώσεις. Σταδιακά συνηθίζοντας την κατάλληλη χρήση των γοφών και των γονάτων, και τη σχετική ακινητοποίηση των αστραγάλων, φτάνει να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις και χρόνους πορείας. Με φορτίο, σε δύσκολα εδάφη και συνθήκες. Σε τέτοιο βαθμό που ο εξασκημένος θεωρεί, σωστά, οτι δεν υπάρχει καλύτερο υπόδημα για τέτοιες απαιτήσεις.
Ένα ψηλό ημίμποτο με λάμα, από έναν εξασκημένο φοριέται άνετα και σε χαμηλό βουνό σε διάφορα εδάφη.
Η μεσόσολα
Η μεσόσολα πριν πολλά χρόνια ήταν απλά ένα κομμάτι δέρμα πάνω από τη σόλα, και ίσως ένα ακόμη στρώμα από φελό στα όχι τόσο σκληρής χρήσης, πάνω από τα οποία έμπαινε ο πάτος. Τώρα πλέον η μεσόσολα αποτελείται από ένα συνθετικό στρώμα. Η επιλεγόμενη πυκνότητα και το πάχος του υλικού της μεσόσολας στην κατασκευή εξαρτάται από δύο παράγοντες σχετικούς με την προοριζόμενη χρήση, το αναμενόμενο φορτίο και το είδος του εδάφους.
Η προσπάθεια στο σχεδιασμό της μεσόσολας είναι να παρέχει μια χρυσή τομή ανάμεσα στην άνεση της υποδοχής του φορτίου και τις απαιτήσεις των συνθηκών στις διάφορες επιφάνειες στο βουνό.
Σε ένα παπούτσι που δοκιμάζουμε έχουμε την πλήρη εικόνα συμπεριφοράς και ποιότητας της μεσόσολας, σαν δομή και σαν υλικό, όταν τελικά περπατήσουμε στο έδαφος για το οποίο σχεδιάστηκε, δηλαδή στο βουνό. Η αίσθηση που θα έχουμε στην πόλη δεν θα είναι πλήρως αντιπροσωπευτική ώστε να την κρίνουμε.
Ο εσωτερικός πάτος
Στο θέμα των εσωτερικών πάτων η κατάσταση είναι μύλος.
Συνήθως είναι αφαιρούμενοι.
Συνήθως έχουν κατασκευή τέτοια που διευκολύνει τον αερισμό του πέλματος.
Πάντως είναι το πρώτο που θα εξετάσετε, πριν από άλλες λύσεις, αν ίσως με τη ρύθμιση ή την αλλαγή του μπορεί να βελτιωθεί μια προβληματική χρήση ή εφαρμογή υποδήματος.
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Τα σωστά ορειβατικά παπούτσια πρέπει να έχουν αφαιρούμενους πάτους. Αυτό βοηθά:
- σε διάφορες αλλαγές και προσωπικές ρυθμίσεις
- στην επιθεώρηση, στον καθαρισμό, και στο στέγνωμα
- στην αλλαγή πάτων όταν τα ορειβατικά παπούτσια έχουν βραχεί εσωτερικά ώστε κάπως, μαζί με αλλαγή στις κάλτσες, να μπορούμε να συνεχίσουμε (ενώ η αναμονή για στέγνωμα των παπουτσιών απαιτεί τουλάχιστον 48ω σε ιδανικές συνθήκες).
Αλλάζουμε τους πάτους ει δυνατόν κάθε χρόνο (αρκετές εταιρείες αναφέρουν "κάθε έξη μήνες").
Οι πάτοι πλένονται με σαπούνι, χλιαρό νερό, πολύ μαλακή βούρτσα, περίπου όσο μαλακό είναι ένα πινέλο ξυρίσματος, και ξέπλυμα με άφθονο νερό. Η πολύ μαλακή βούρτσα είναι απαραίτητη για τη μικρότερη δυνατή καταπόνηση του υλικού, χωρίς τσακίσματα κ έντονες τριβές, γιατί οι περισσότεροι πάτοι για αυτές τις χρήσεις ενσωματώνουν διάφορες τεχνολογίες και υλικά.
Κάθε φορά επιστρέφοντας στο σπίτι, ή σε οποιαδήποτε διανυκτέρευση κατάλυμα αντίσκηνο κλπ, όταν βγάλουμε τα παπούτσια αφαιρούμε τους πάτους, ή έστω τους σύρουμε έξω τόσο όσο να εξέχουν από τα παπούτσια, ώστε να αεριστούν. Σε χειμερινές συνθήκες σε πρόχειρα καταλύματα, όπως σε μια σκηνή, δεν είναι κακή ιδέα να τους βάζουμε μέσα στον υπνόσακο χαμηλά στον χώρο των ποδιών.
Αδιαβροχότητα
Όσον αφορά ημερήσιες πεζοπορικές διαδρομές που καταλήγουν σε προστατευμένο περιβάλλον, το να βραχεί ένα παπούτσι που δεν είναι αδιάβροχο ενώ κατα τα λοιπά είναι ορειβατικής κατασκευής, δεν είναι τρομερό θέμα, ούτε για το παπούτσι ούτε για τον πεζοπόρο, με εξαίρεση οριακές περιπτώσεις συνθηκών ψύχους και ανέμου.
Η αδιαβροχότητα στα παπούτσια είναι μεγάλο κεφάλαιο, και με μεγάλη σχετικότητα και παρανοήσεις. Το καλύτερο σε αυτό το θέμα είναι η προσωπική εμπειρία που αποκτά κάποιος στη χρήση.
Ας πούμε πρώτα τα τυπικά. Τα ορειβατικά παπούτσια μπορεί να είναι:
Στα παραπάνω, κάποιος θα ήθελε να συνδέσει την κάθε κατηγορία με ανάλογη δυνατότητα διαπνοής, αλλά στις μέρες μας, η τεχνολογία έχει κατορθώσει ώστε σε αρκετά μοντέλα υποδημάτων η μεγάλη ή μικρή διαπνοή να μην είναι απαραίτητα σχετική με τη μικρή ή μεγάλη αδιαβροχότητα, για αυτό και αποφεύγω να κάνω τη σύνδεση μεταξύ αδιαβροχότητας και διαπνοής μιλώντας γενικά.
Ας πούμε πρώτα τα τυπικά. Τα ορειβατικά παπούτσια μπορεί να είναι:
- Μη αδιάβροχα.
- Μερικώς αδιάβροχα. Δηλαδή με μια περιμετρική ζώνη χαμηλά (mudguard), προστασίας από την εισχώρηση νερού και από τη λάσπη, και γενικότερα θα έχουν κάποιο εξωτερικό υλικό που αποτρέπει την εισχώρηση του νερού έως κάποιο βαθμό.
- Πλήρως αδιάβροχα, και ταυτόχρονα, με εξασφαλισμένη τη διαπνοή του ποδιού με κάποιο τρόπο ή τεχνολογία.
Η περιμετρική ζώνη προστασίας (mudguard), για νερά, σκόνη, λάσπη, σε ένα μη αδιάβροχο ορειβατικό παπούτσι, κρυμμένη πίσω από το αισθητικό στυλ. Πολλές φορές η διαδρομή της συντίθεται από διάφορα κομμάτια.
Η αδιαβροχότητα εξασφαλίζεται με έναν από 3 τρόπους, ή με κάποιο συνδυασμό αυτών.
- Με το εξωτερικό υλικό κατασκευής και την κατασκευή των ραφών. Αν δεν πρόκειται για γαλότσες ή ανάλογα υποδήματα, εδώ η "αδιαβροχότητα" εννοείται σαν μια κάποια ανθεκτικότητα στο βρέξιμο, και δεν πρόκειται για πλήρη αδιαβροχότητα πολύωρης χρήσης.
- Με εφαρμογή κάποιου επιπλέον υλικού, από τον χρήστη, πάνω στο εξωτερικό υλικό και τις ραφές του, πχ ειδικό κερί ή ειδικό λάδι ή σιλικονούχα σπρέι. Επάλειψη με το ειδικό κερί (η καλύτερη περίπτωση για ορεινές συνθήκες) γινόταν στις παλιές ορειβατικές δερμάτινες μπότες. Τέτοια παπούτσια, δερμάτινα με εξωτερική αδιαβροχοποίηση από τον χρήστη, υπάρχουν και σήμερα αλλά είναι σπάνια μοντέλα.
- Με αδιάβροχη και διαπνέουσα μεμβράνη, τοποθετημένη μεταξύ της φόδρας και του εξωτερικού υλικού. Όμως, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το εξωτερικό υλικό να είναι εκτεθειμένο στη διαβροχή. Έτσι στα υποδήματα, που προορίζονται για υγρό χειμερινό περιβάλλον σε θερμοκρασίες κάτω από τους +4°C ή με χιονοκάλυψη, είτε το εξωτερικό υλικό έχει επίσης κάποιο βαθμό αδιαβροχότητας, για να μην παγώνει, είτε η μεμβράνη είναι και θερμομονωτική.
Οπωσδήποτε, πριν την εφαρμογή κάποιας εξωτερικής στεγανοποίησης από εμάς, πρέπει να έχει ελεγχθεί τι αναφέρει ο κατασκευαστής για την αδιαβροχότητα του υποδήματος, και, τι αναφέρει για το εξωτερικό υλικό κατασκευής.
Το υλικό αδιαβροχοποίησης, όταν επιτρέπεται στον χρήστη να χρησιμοποιήσει κάτι τέτοιο, πρέπει να είναι κατάλληλο για το εξωτερικό υλικό κατασκευής.
Η εσωτερική αδιάβροχη μεμβράνη, όσον αφορά την αρχή της λειτουργίας της, επιτρέπει να βγαίνουν οι υδρατμοί του ιδρώτα και ταυτόχρονα απαγορεύει να μπαίνει το νερό. Στην πράξη αυτό μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Δηλαδή μπορεί να σημαίνει, ανάλογα την κάθε μεμβράνη και ανάλογα τον χρήστη, τέλεια στεγανοποίηση με άνεση στα πόδια χωρίς σημαντική εφίδρωση έως και πόδια συνεχώς ιδρωμένα.
Επίσης, στην πράξη, μια αδιάβροχη μεμβράνη εκτός από την άμεση ποιότητα στην απόδοση της χαρακτηρίζεται και από την μακροπρόθεσμη ποιότητα στην αντοχή της, γιατί σε ένα παπούτσι μετά από χιλιάδες βήματα κάθε μεμβράνη παρουσιάζει διαφορετικό βαθμό φθοράς.
Σε γενικές γραμμές οι αδιάβροχες μεμβράνες, η δική μου παρατήρηση και εμπειρία λέει, όσον αφορά την αυξημένη θερμοκρασία, ότι ανάλογα τα παπούτσια αρχίζουν σταδιακά να ενοχλούν τους χρήστες σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος από 18ºC και πάνω. Αυτό συμβαίνει κατά περίπτωση υποδήματος, και οφείλεται κυρίως στον συνδιασμό της μεμβράνης και του υλικού κατασκευής, και δευτερευόντως στη μεμβράνη καθαυτή. Έτσι, μπορεί να βρείτε ένα παπούτσι με μεμβράνη υψηλής διαπνοής που όμως να είναι ανυπόφορο το καλοκαίρι, λόγω των άλλων υλικών κατασκευής του, ή ένα με μεμβράνη "γενικής χρήσης" που παρόλαυτα να είναι υποφερτό το καλοκαίρι αλλά να είναι πάγος τον χειμώνα, πάλι λόγω των υλικών κατασκευής του υποδήματος.
Η διαπνοή οποιουδήποτε υλικού, και μιας αδιάβροχης μεμβράνης, μειώνεται δραματικά απο τη μεγάλη συσσώρευση σκόνης, λάσπης, κλπ. Καθαρίζουμε εξωτερικά τα παπούτσια κάτω από τρεχούμενο νερό, με χρήση μαλακής βούρτσας, περίπου όσο μαλακό είναι ένα πινέλο ξυρίσματος.
Οι μεμβράνες είναι σε τρείς γενικά κατηγορίες (ονομασίες τύπου που καθιέρωσε η goretex).
Οι μεμβράνες είναι σε τρείς γενικά κατηγορίες (ονομασίες τύπου που καθιέρωσε η goretex).
- Οι μεμβράνες υψηλότερης διαπνοής, τύπου Extended ή τύπου Surround, που θα ήταν περίπου λάθος να τις πούμε "καλοκαιρινές" γιατί το κύριο στο θέμα της αυξημένης θερμοκρασίας είναι το υλικό κατασκευής του υποδήματος. Υπάρχει μια τάση να τις λέμε καλοκαιρινές γιατί οι περισσότεροι έχουμε μια ανάλογα υψηλότερη εφίδρωση το καλοκαίρι, κυρίως κάτω από τα 1.500μ υψόμετρο, αλλά αυτό δεν αφορά όλους τους χρήστες, είτε σαν ποσοστό ατομικής εφίδρωσης είτε και σαν χρόνος συνεχούς χρήσης. Κάθε χρήστης, οποιαδήποτε εποχή, χρησιμοποιεί τα παπούτσια στο βουνό με διαφορετική ένταση και διάρκεια δραστηριότητας.
- Η μεμβράνη τύπου Performance, που είναι η συνήθης και πιο διαδεδομένη. Απαντάται σε όλων των τύπων τα μοντέλα παπουτσιών, από καλοκαιρινά μέχρι χειμερινά, και από απλής πεζοπορίας μέχρι ειδικών απαιτήσεων.
- Η μεμβράνη τύπου Insulated για μεγάλο ψύχος, η οποία συνδιάζεται με μια γενικότερη κατασκευή του υποδήματος.
Στην περίπτωση μεγάλου ψύχους, όπου πρέπει να συνεχίσουμε με εσωτερικώς βρεγμένα ορειβατικά παπούτσια, (1) στεγνώνουμε τα πόδια μας (2) βάζουμε στεγνές κάλτσες (3) αλλάζουμε τους πάτους των παπουτσιών, και (4) δεν καθυστερούμε να ξαναβάλουμε τα παπούτσια ώστε να μην προλάβει να παγώσει το εσωτερικό τους.
Τα βρεγμένα στο εσωτερικό τους, ορειβατικά υποδήματα, κανονικά πρέπει να αφεθούν να στεγνώσουν, χωρίς τους πάτους και τα κορδόνια, σε ιδανικές συνθήκες για τουλάχιστον 48 ώρες.
Το στέγνωμα των ορειβατικών παπουτσιών δεν γίνεται στον ήλιο ή πολύ κοντά σε έντονες πηγές θερμότητας, πχ όπως είναι μια φωτιά, ένα τζάκι, ή μια θερμάστρα.
Οι ενισχύσεις είναι δύο ειδών. Οι δομικές και οι προστατευτικές.
Rand και ενισχύσεις
Οι ενισχύσεις είναι δύο ειδών. Οι δομικές και οι προστατευτικές.
Όσον αφορά τις προστατευτικές, τα ορειβατικά υποδήματα οποιουδήποτε τύπου και χρήσης, έχουν κάποιες περιοχές που εισπράττουν σημαντική φθορά και κακώσεις. Η μία είναι η ζώνη γύρω από το υπόδημα ακριβώς πάνω από τη σόλα. Στη ζώνη αυτή οι κατασκευαστές εφαρμόζουν διάφορες λύσεις ανθεκτικότητας. Το πρόσθετο υλικό μπορεί να είναι καουτσούκ, ή κάποια συνθετική πλέξη, ή δέρμα, και το σημείο εφαρμογής μπορεί να είναι σαν ταινία κατα μήκος όλης της περιοχής (rand), ή κομμάτια μόνο στα πιό ειδικά σημεία, ή... τίποτα αν ο κατασκευαστής θεωρεί οτι επαρκεί το υλικό της συνολικής κατασκευής.
Ένα ακόμη σημείο είναι η μύτη του υποδήματος, όπου βρίσκουμε πάλι τα ίδια υλικά σε διάφορα μεγέθη.
Μια ακόμη συνήθης προσθήκη, εκτός από κάποιες περιπτώσεις, είναι η μόνιμη σύνδεση της γλώσσας με τα πλευρά του υποδήματος για καλύτερη απομόνωση του εσωτερικού. Η γλώσσα, επιπλέον, συνήθως έχει μια παχιά κατασκευή τέτοια που να επιτρέπει τη διασπορά των δυνάμεων από τα κορδόνια και το κέλυφος.
Στις δομικές ενισχύσεις, οι συνηθέστερες είναι τρείς.
Στην καμάρα, πχ για το πάτημα σε επιφάνειες περιορισμένου σημείου, όπως σε πέτρες ή στις via-ferrata.
Επίσης, στην περιοχή της καμάρας εφαρμόζεται η όποια τεχνική ακολουθεί ο κάθε κατασκευαστής για τη μείωση της στρεπτικότητας στον διαμήκη άξονα (torsional), ανάλογα και την ειδικότερη χρήση κάθε υποδήματος.
Στη "θήκη" της φτέρνας, για την καλύτερη υποστήριξη στην ώθηση, την πλευρική σταθερότητα, την ελκτική ικανότητα της φτέρνας σε σκόπιμα σκαλώματα, και για την υποστήριξη στα μικρά πατήματα με τη μύτη.
Στα πλευρά, για την κατανομή των δυνάμεων από τα σημεία των κορδονιών προς το κέλυφος. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ενισχύσεις από τα σημεία των κορδονιών αγκαλιάζουν το κέλυφος συνολικά περνώντας και από τη μεσόσολα.
Το drop
Είναι η κατακόρυφη εσωτερική απόσταση από το επίπεδο της φτέρνας μέχρι το επίπεδο του πέλματος μπροστά. Σε τι μας απασχολεί, ακριβώς, αυτή η μέτρηση δεν θα σας το πει κανείς με σαφήνεια. Σε γενικές γραμμές απασχολεί αυτούς που τρέχουν, αλλά και εκεί συζητώντας, εκείνο που θα βγάλετε σαν συμπέρασμα είναι ότι ο καθένας έχει μια δική του σχέση και επιλογή στο "drop". Γενικά, τα ορειβατικά πεζοπορικά έχουν μεγαλύτερο drop από τα πιο αθλητικά (approach, τρεξίματος, κλπ).
Στην όλη συζήτηση περί "drop", θα βρείτε και τους "μοδάτους" που ευαγγελίζονται το φυσικό τρέξιμο (με μηδενικό drop) και μάλλον την προώθηση εκείνων των παπουτσιών που μοιάζουν σαν πατούσες ("Barefoot").
Το μεγαλύτερο drop, μέχρι κάποιο όριο, βοηθάει στο βηματισμό.
Επίσης, το μικρό drop δεν βοηθάει στη μεταφορά φορτίου, πχ ένα σακίδιο με βάρος άνω του μέτριου.
Τα κορδόνια και το δέσιμο
Το κλείσιμο στα ορειβατικά παπούτσια γίνεται παραδοσιακά με κορδόνια. Γιατί είναι αρκετά δυνατά σαν υλικό. Επιτρέπουν εύκολη επισκευή ή αντικατάσταση σε συνθήκες πεδίου. Αντικαθίστανται εύκολα και με άλλα πρόχειρα υλικά. Και επιτρέπουν κάτι πολύ σημαντικό, όταν είναι επιθυμητό, τις τοπικές παραλλαγές σφιξίματος στο μήκος του κουντεπιέ με επιπλέον θηλειές τοπικά, κόμπους, και τρόπους περάσματος.
Στη γενική μορφολογία δεσίματος, τα κορδόνια περνιώνται στα σημεία πρόσδεσης, τρύπες ή άγκιστρα, με χιαστί σειρά.
Άλλες περιπτώσεις δεσίματος είναι με σύστημα "ταχυκορδονιών", ή βέλκρο, ή συνδυασμό βέλκρο και κορδονιού. Οι περιπτώσεις αυτές απαντώνται είτε σε κάποια από τα αθλητικά μοντέλα, είτε σε μοντέλα που απευθύνονται στη γενική πεζοπορία.
Στα ορειβατικά παπούτσια όπως και στα αθλητικά παπούτσια επιδόσεων δεν τραβάμε τα κορδόνια από ένα σημείο, ώστε να σφίξουν ταυτόχρονα σε όλο το μήκος, αλλά τραβάμε διαδοχικά σε κάθε ζευγάρι τρυπών, αρχίζοντας από τη μύτη και πηγαίνοντας προς τα πίσω. Το ίδιο περίπου κάνουμε και στα ταχυκορδόνια.
Αν και πρόσφατα μια από τις κορυφαίες ορειβατικές μάρκες, και αγαπημένη μου, εισήγαγε τα ταχυκορδόνια (speed laces ή quick laces) σε ένα μοντέλο hiking, εξακολουθώ να είμαι σκεπτικός απέναντι σε ότι δεν είναι κλασικό δέσιμο με κορδόνι. Γενικότερα, δέκα περίπου χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση, η ορειβατική κοινότητα είναι ακόμη σκεπτική για μια γενικότερη χρήση τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μια εταιρεία που σχεδόν είναι αυτή που τα εφηύρε, να λανσάρει πλέον ένα μοντέλο υποδήματος σε δύο εκδόσεις, με κλασικά κορδόνια ή με ταχυκορδόνια.
Η αλήθεια είναι ότι τα ταχυκορδόνια προσφέρουν σημαντική άνεση σε διάφορες φάσεις, και επιπλέον, είναι πολύ πιο ανθεκτικά από όσο φαίνονται. Μέχρι στιγμής, βρίσκονται μόνο σε χαμηλά παπούτσια hiking ή running. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και σε ψηλότερα υποδήματα πιο απαιτητικής ή ειδικής χρήσης, αλλά η ευρύτερη εφαρμογή τους έχει πέσει θύμα του αρχικού τους πλασαρίσματος ώς "άμεσου δεσίματος" με λίγες τρύπες, χωρίς άγκιστρα, κάτι που απαγορεύει την εφαρμογή σε ψηλότερα ή πιο ορειβατικά μοντέλα.
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η ποιότητα των ταχυκορδονιών ανάλογα το υλικό (τα καλά είναι από Kevlar) και τον μηχανισμό δεσίματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αίσθηση ότι "χαλαρώνουν" είναι εσφαλμένη. Η αίσθηση χαλάρωσης, αν δεν πρόκειται για σύστημα ταχυκορδονιών χαμηλής ποιότητας, οφείλεται σε λάθος τρόπο σφιξίματος, και, στο οτι σε σχέση με τα άλλα κορδόνια ολισθαίνουν ευκολότερα μεταξύ των τρυπών, εξισώνοντας τις πιέσεις δηλαδή μοιράζουν τα "μπόσικα", κάτι που άλλες φορές είναι καλό και επιζητούμενο και άλλες δεν είναι. Για να πετύχουμε ένα εξ αρχής σωστότερο σφίξιμο, αφού πρώτα τα σφίξουμε διαδοχικά από μπροστά προς τα πίσω όπως όλα τα κορδόνια, στη συνέχεια τραβάμε με το ένα χέρι το 2ο "X" που σχηματίζουν, μετρώντας από ψηλά, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο χέρι τραβάμε την κορυφή τους.
Επίσης, ένα πρόβλημα είναι οτι στη μέχρι τώρα μορφή τους τα ταχυκορδόνια δεν επιτρέπουν τη σκόπιμη απομόνωση, με πρόσθετους κόμπους και θηλειές, τοπικών παραλλαγών σφιξίματος στο μήκος του κουντεπιέ.
Όσον αφορά την περιοχή εφαρμογής του δεσίματος, στα ορειβατικά το πλήθος των τρυπών ή το μήκος της περιοχής δεσίματος φτάνει μέχρι κοντά στα δάχτυλα, ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη εφαρμογή μεταξύ ποδιού και υποδήματος, ταυτόχρονα αυτό επιτρέπει τοπικά διάφορες τροποποιήσεις σφιξίματος ανάλογα το σημείο κατα μήκος.
Όταν φοράμε μποτάκι, ανάλογα την επιτρεπόμενη άνεση σε δεδομένη φάση, δεν είναι κακό το να μη χρησιμοποιούμε τις πάνω τρύπες (ή υποδοχές ή άγκιστρα).
Στα εφεδρικά πράγματα που έχουμε πάντα στο σακίδιο είναι και ένα ζευγάρι κορδόνια, σε κατάλληλο μήκος, και σε κατάλληλη διατομή (πάχος) ανάλογα τις τρύπες στις οποίες θα περαστούν.
Ένας καλός φιόγκος για τα κορδόνια στις συνθήκες του βουνού είναι και ο διπλόφιογκος.
Βλέπε και Κλείδωμα φτέρνας.
______
Γκέτες
Κρεμώντας τα εφεδρικά παπούτσια στο σακίδιο
Όσον αφορά την περιοχή εφαρμογής του δεσίματος, στα ορειβατικά το πλήθος των τρυπών ή το μήκος της περιοχής δεσίματος φτάνει μέχρι κοντά στα δάχτυλα, ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη εφαρμογή μεταξύ ποδιού και υποδήματος, ταυτόχρονα αυτό επιτρέπει τοπικά διάφορες τροποποιήσεις σφιξίματος ανάλογα το σημείο κατα μήκος.
Όταν φοράμε μποτάκι, ανάλογα την επιτρεπόμενη άνεση σε δεδομένη φάση, δεν είναι κακό το να μη χρησιμοποιούμε τις πάνω τρύπες (ή υποδοχές ή άγκιστρα).
Στα εφεδρικά πράγματα που έχουμε πάντα στο σακίδιο είναι και ένα ζευγάρι κορδόνια, σε κατάλληλο μήκος, και σε κατάλληλη διατομή (πάχος) ανάλογα τις τρύπες στις οποίες θα περαστούν.
Ένας καλός φιόγκος για τα κορδόνια στις συνθήκες του βουνού είναι και ο διπλόφιογκος.
Βλέπε και Κλείδωμα φτέρνας.
______
Γκέτες
Κρεμώντας τα εφεδρικά παπούτσια στο σακίδιο