23 Ιουν 2015
Savvas HikerΜια μέρα, σίγουρα τέλη Μάρτη, ήθελε ακόμη καμια ώρα να νυχτώσει και κατεβαίναμε από Ρουμάνι για τον Άη Γιώργη στο Κεραμίδι, με σκοπό να κλείσουμε μια κυκλική.
Στο βουνό ερημιά. Όταν λέμε ερημιά, εννοούμε μόνο εμείς και οι πέτρες, άντε και τα σύννεφα. Ούτε ζώα, ούτε έντομα, ούτε άνθρωποι. Ψυχή. Γιατί είχε προηγηθεί μια βδομάδα με ανελέητες βροχές, την δε ίδια μέρα ο καιρός από το πρωί είχε εξαιρετικά ασταθή όψη.
Τα μονοπάτια αλλού φαγωμένα, αλλού πλημμυρισμένα, και αλλού απλά χαμένα, συνήθως σε παλιά βοσκοτόπια. Μαύρα σύννεφα να τρέχουν ανάμεσα στις κορυφές, περιοδικά ραντίσματα εδώ και εκεί, μια ήλιος, μια βοριάς, μια μαυρίλα. Πότε δεν έβλεπες στα 100μ, και πότε ανέβαινε λίγο η οροφή και έβλεπες από κάτω της μακριά, μέχρι τη Δάφνα και το Κασούμπι.
Πιάσαμε τον ανήφορο για Πίνη.
Στην κιάφα Πίνη, ελαφριά ντυμένοι ανοίξαμε τις ομπρέλες για απάγγιο, ξαποστάσαμε για λίγο σε κάτι πέτρες, ας τις πούμε στεγνές, και κάναμε συμβούλιο.
Να συνεχίσουμε για Άη Γιώργη; Θα είναι πλημμυρισμένα. Να πιάσουμε δρόμο-δρόμο; Τόσο καρόδρομο, με τίποτα! Τελικά, βρήκαμε τη λύση.
"Να πάρουμε την αδερφή μου να μας μαζέψει από τη Φυλή, και να μας πάει στο αυτοκίνητο στην Αμυγδαλέζα".
Βρήκαμε ένα σημείο με σήμα, συνεννοηθήκαμε, και ξεκινήσαμε προς Φυλή.
Από Λάκκα Ηλιού για Ταμίλθι, μετά από λίγο κατεβαίνεις το μονοπάτι του βράχου. Και ποιός δεν το ξέρει. Ποιός το ξέρει όμως μετά τον κατακλυσμό του Νώε μιας ολόκληρης εβδομάδας.
Όπως κατεβαίνουμε ξεκινώ να πω τη φράση "είμαστε βλάκες, με τέτοιο καιρό έπρεπε να παρακάμψουμε την πηγή από πάνω". Δεν την είπα ολόκληρη. Κάπου στα μισά της φράσης, ακούμε τον γνωστό ήχο. Σαν να προσπαθεί ο Δίας να κάνει στράκες με ένα τεράστιο σπίρτο.
"ΠΕΤΡΑΑ!!!"
Δεν ήταν πέτρα, ήταν βράχος. Φαρδύς σαν τηλεφωνικός θάλαμος, και μακρόστενος στο ύψος ανθρώπου, που ερχόταν κάτω με τούμπες, πάνω μύτη - κάτω μύτη.
Ο άλλος, εξαιρετικός, χώθηκε αστραπιαία σε μια σχισμή, σε στάση χελώνα. Το σακίδιο καβούκι, από πάνω. Εγώ, έχασα χρόνο, πήγα να αγκαλιάσω το πεύκο, εκείνο στη μέση της καθόδου. Λες και ερχόταν βότσαλο. Αμέσως, ευτυχώς, άλλαξα γνώμη και κόλλησα με την πλάτη, πίσω στο σπηρούνι δίπλα στην κάθοδο. Με την καθυστέρηση δεν προλάβαινα κάτι άλλο. Ο βράχος πέρασε ανάμεσα από τα κλαδιά του πεύκου, έσκασε στα βράχια του μονοπατιού, γύρισε τούμπα σχεδόν στον αέρα, και έφυγε κάτω. Για αρκετά δευτερόλεπτα ακόμη τον ακούγαμε μαζί με την ηχώ στο φαράγγι από διάφορες κατευθύνσεις.
"Ν'αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος, να τη βγάλουμε και φέτος", είπε ο άλλος χοροπηδώντας.
Κοιτάξαμε πάνω τα βράχια. Παντού κόκκινα μέρη από πέτρες και κομμάτια που έλειπαν. Το μονοπάτι ισιώνοντας προς την πηγή, είχε αρκετές στα ριζώματα. Ανοίξαμε το βήμα να περάσουμε την επικίνδυνη ζώνη. Τσαλαβουτήξαμε στα χάλια της πηγής. Από παντού έβγαινε νερό εκτός από το πακτωμένο κομμάτι του σωλήνα στο χώμα.
"Πόση ώρα θέλει να νυχτώσει;".
Κοίταξα το κινητό.
"Μισή ώρα και κάτι για σκοτάδι, έχεις φακό;"
"Τσού!"
"Ούτε εγώ"
Ορειβάτες χωρίς φακό σε 6ωρη το χειμώνα. Τι επαγγελματισμός.
Ανηφορίσαμε για το καμμένο.
Μπήκαμε στο δάσος, πιάσαμε τη στροφή της Πρέμη. Το φως άρχισε να πέφτει γρήγορα. Πιάσαμε τον κατήφορο, στο μονοπάτι που μοιάζει με μπανιέρα. Ποιός ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια πατιέται. Παραδόξως είχε λάσπες μόνο στα πολύ χαμηλά σημεία.
Ξαφνικά ακούμε κλαριά αριστερά και ήχο από οπλές.
"Τα πουλάκια μου, τα ελάφια πρέπει να μαζεύτηκαν προς τη σπηλιά"
Η φύση μισεί τα κενά, δε λένε; Κάποτε πήγαιναν τα κοπάδια προς τη σπηλιά, τώρα απαγγιάζουν τα ελάφια. Και αναρωτιόμασταν που κρυβόταν ο έμβιος πληθυσμός της περιοχής.
"ΗΗΗΟΥ!!", φώναξα, να καθαρίσει το μονοπάτι μπροστά από ξαφνικές συναπαντήσεις. Πάλι ήχος από οπλές, και κλαδιά που αναμερίζουν.
Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε γρήγορα, πιάσαμε και ρυθμό.
"ΗΗΗΟΥ!!", χωρίς να σταματήσουμε, ησυχία αυτή τη φορά.
Το σκοτάδι πύκνωσε πια. Δεν ανάβουμε τίποτα, συνεχίζουμε στο μισοσκόταδο όσο μας επιτρέπει η προσαρμογή της όρασης. Σε κάποια φάση η λάσπη, μου φάνηκε ύποπτα μαλακή, αλλά δεν γλυστρίσαμε. Ο γρήγορος ρυθμός έχει γίνει σχεδόν χαμηλή πτήση, βγάζαμε μια όμορφη ενέργεια.
"ΗΗΗΟΥ!!"
Τα σύννεφα είναι τώρα πολύ σκόρπια και έχει εμφανιστεί ένα ολόγιομο σχεδόν φεγγάρι, περίπου μεσούρανα. Αυτό μας δυσκολεύει, γιατί περνάμε μέσα στο δάσος από τα φωτεινά στα κατασκότεινα, και πάλι φωτεινά και πάλι απότομα στα θεοσκότεινα. Σταματάμε, ανάβουμε τους φακούς των κινητών. Αχνίζουμε σαν ατμοσίδερα.
"Μη ρε, με στράβωσες!"
Στρίβουμε πάλι τον κατήφορο αποφεύγοντας ρίζες και παγίδες. Ρυθμός. Κάθοδος.
"ΗΗΗΟΥ!!"
Ένα αναπάντεχο τσατισμένο γρύλισμα διέσχισε τους θάμνους, περνώντας κάθετα το μονοπάτι από δεξιά προς τα αριστερά. Κοκκαλώσαμε επί τόπου. Το γρύλισμα έγινε θυμωμένο μουρμουρητό που έτρεχε τραβέρσα προς τα ανατολικά. Ξαφνικά και πίσω μας, πέρασε κάτι στριγγλίζοντας και έφυγε στην ίδια κατεύθυνση. Προλάβαμε να δούμε κάτι σταχτί να χώνεται στα θάμνα.
"Αγριογούρουνα χαμηλά από το Ταμίλθι;", αναρωτήθηκα.
"Σε λίγο, όπως πάει, θα δούμε και αρκούδες", έκανε ο άλλος.
Απόλυτη ησυχία, λήξις συναγερμού. Συνεχίσαμε στον ίδιο ρυθμό.
Φτάνουμε Αλογόπετρα. Το φεγγάρι λούζει το βράχο. Πηδάμε σαν τα κατσίκια. Μπαίνουμε στο δασικό δρόμο. Κινήσεις που δεν θα κάναμε ούτε τη μέρα. Έχουμε κάνει καλό ζέσταμα και μας βγάζει τη σωστή ενέργεια. Τα καλά του χαμηλού ορειβατικού υποδήματος, αρκεί να μη τσουβαλιαστείς πουθενά.
Έχουμε πάλι σήμα κινητής, παίρνει την αδερφή του που της είχαμε πει να περιμένει στη Φυλή.
"Ξεκίνα για το τέλος της Θρασύλου, φτάσαμε".
Μετά από λίγο πιάνουμε την άσφαλτο, κόβουμε φόρα, και κατηφορίζουμε βαδίζοντας κανονικά και ρέμπελα. Σαν τους οξαποδώ με τις φανέλες και τις μπαντάνες μέσα στη νύχτα. Κρύο και υγρασία, αλλά δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Τα φλις είναι δεμένα στα σακίδια.
Αριστερά λοξά, κοντά στο δρόμο, βλέπω τις φιγούρες δύο σπιτιών χωρίς φώτα. Ανάμεσα φαίνονται σαν σε θέατρο σκιών κάτι δέντρα, και κάτι... Κοντοστέκομαι.
Στο φόντο, προς τη Ζάστανη, το φεγγάρι έχει απλώσει φώτα.
"Έλα εδώ", λέω στον άλλο.
"Αυτοί οι ίσκιοι εκεί, ανάμεσα στα δύο σπίτια, τι είναι;"
Στο ανάμεσα φαίνονται κάτι ακίνητες σκοτεινές φιγούρες με αυτιά σαν του Μίκυ Μάους, κοιτάνε προς εμάς.
"Θηλυκά ελάφια, ανάμεσα στα σπίτια!"
"Και ο... ελάφης, που είναι;"
"Δεν βλέπω κέρατα πουθενά"
Τώρα ακούγεται ένα αυτοκίνητο να μαρσάρει τον ανήφορο. Οι ελαφίνες στρίβουν προς την Αλογόπετρα και φεύγουν σβέλτα.
Φτάνει το αυτοκίνητο, "μπι-μπίιπ" και "οέο". Σας βρήκαμε, σας βρήκαμε, ζήτω τα gps.
Βάλαμε τα σακίδια πίσω, ανοίγουμε τις πόρτες, μέσα είναι και η φίλη της αδερφής, που πίνανε μαζί καφέ και τις ξεσηκώσαμε. Θρονιαζόμαστε στα καθίσματα ξεφυσώντας, και...
"σας μυρίζει κοπριά;", λέει η αδερφή.
Κοιταζόμαστε όλοι.
"Εεε... δεν είναι αυτό που νομίζεις", λέω με αριστοκρατικό αέρα,
"είναι από ελάφια!"
______
Βλέπε και Οι κίνδυνοι από τα ζώα και τα έντομα στην Πάρνηθα, προφυλάξεις