19 Φεβ 2020 ανανέωση Φεβρουάριος 2020
Savvas Hiker Έστιν ουν Πάρνηθα και το Τατόι. Στα πλαίσια μιας σειράς διαδρομών στο Τατόι, που θα ανεβάσω σταδιακά, θα απαιτηθούν διάφορες παραπομπές σε αντίστοιχα σημεία (html anchors) πληροφοριακών κειμένων. Έτσι, τα συγκεκριμένα, θα τα αναδημοσιεύω στο μπλογκ για να έχουν την κατάλληλη κωδικοποίηση στο αφανές υπόβαθρο.
Ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή, που είναι βασικό πληροφοριακό υλικό εκκίνησης, από τον ιστορικό και συγγραφέα Κώστα M. Σταματόπουλο. Αντέγραψα το κείμενο από το royalchronicles.gr
___
Δικές μου εμβόλιμες σημειώσεις στο κείμενο για λόγους δευκρίνισης, πχ για τοπονύμια που απαντώνται και αλλού στην Πάρνηθα, σημειώνονται με μπλε χρώμα, σε αγκύλες [] με τα αρχικά sh. Για μια πιο αναλυτική μελέτη, πρόσθεσα συνδέσμους σε τοπονύμια και κτήρια, και κάποιους εγκυκλοπαιδικούς συνδέσμους.
Σε κάποιες λέξεις του κειμένου, υπάρχουν δύο σύνδεσμοι (links) - πχ το βουτυροκομείο [ &&1 ] - με διαφορετικό χρώμα για να διαχωρίζονται μεταξύ τους.
Σημείωση: Σε κινητά, για το άνοιγμα συνδέσμων τοπονυμίων τοποθεσιών κτηρίων σημείων επιλέξτε τον browser (φυλλομετρητή), αντί του Maps app (απλικέσιον χάρτη).
= = = = = = = = = =
Ιστορική Αναδρομή
……………………………
Ευρισκόμενο στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας, το Τατόι καλύπτει, κατά προσέγγιση, την επικράτεια του αρχαίου δήμου Δεκέλεια, γνωστού τόσο από αρχαιολογικά ευρήματα –ορισμένα από τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο– όσο και από ένα από τα τελευταία επεισόδια του Πελοποννησιακού πολέμου, το οποίο αφηγείται ο Θουκυδίδης (Ζ27 3), γράφοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι, υπό τον βασιλέα Άγι, προκειμένου να αποκλείσουν αποτελεσματικότερα την Αθήνα, οχύρωσαν το καλοκαίρι του 413π.Χ. τη Δεκέλεια. Επέλεξαν δε, διόλου τυχαία, την κορυφή ενός λόφου, από την οποία το βλέμμα αγκαλιάζει το σύνολο του λεκανοπεδίου έως τη θάλασσα, μέρος της πεδιάδας των Μεσογείων, μέρος του Θριασείου πεδίου και της Σαλαμίνας, καθώς και μία από τις κύριες προσβάσεις προς τη Βοιωτία και την Εύβοια. Κάποια κατάλοιπα των αρχαίων οχυρώσεων που σώζονται προσέδωσαν στο ύψωμα αυτό το νεώτερο όνομά του: Παλαιόκαστρο. Στο Κατσιμίδι, σώζεται η βάση μιας φρυκτωρίας του Δ΄αιώνα π.Χ.
Ακολουθούν ατελείωτοι αιώνες απόλυτης αφάνειας μοναδικό σωζόμενο ίχνος των οποίων είναι ο μυστηριώδης Παλαιόπυργος, που κτίσθηκε περί το 1600, στη δυτική πλαγιά της Κιαφαθέρμης. Χάρτες του δεύτερου ημίσεως του 19ου αιώνα (Muenter, Kaupert) σημειώνουν την ύπαρξη κάποιων ερειπωμένων εξωκκλησίων, πρόχειρων νερόμυλων, ασβεστοκάμινων, καθώς και χαλάσματα μκροσκοπικών οικισμών. Τα τοπωνύμια είναι από καιρό σχεδόν όλα αρβανίτικα, δηλωτικά μαζικής εποίκισης και παρουσίας αλβανοφώνων.
Από την αρχαιότητα διασχίζει σταθερά την περιοχή ο δρόμος προς και από τη Χαλκίδα. Στα άμεσα προεπαναστατικά χρόνια ο δρόμος αυτός χώριζε, δυτικά (= προς την Πάρνηθα) το τσιφλίκι Τατόι, από τα τσιφλίκια Λιόπεσι και Μαχούνια που ήσαν ανατολικά του. Τα τελευταία αποτελούσαν τιμάριο της οικογένειας του μουφτή των Αθηνών, ενώ το Τατόι, ανήκε στον Ομέρ αγά (μετέπειτα πασά) της Καρύστου.
Κατά την απελευθέρωση, το μεν τσιφλίκι Τατόι θα περιέλθει στον φαναριώτη Αλέξανδρο Καντακουζηνό, τα δε κτήματα Λιόπεσι και Μαχούνια, αρχικώς σε κάποιον Γεώργιο Λεβέντη και εν συνεχεία, στα 1842, στον φαναριώτη Σκαρλάτο Σούτσο. Από τα 1838, ο Σούτσος είναι σύζυγος της κόρης του Καντακουζηνού Ελπίδας. Έτσι το 1842, τα τρία αρχικά τσιφλίκια ενοποιούνται σε μια νέα ιδιοκτησιακή ενότητα με το όνομα: Τατόι. Οι Σούτσοι κατέχουν εκτεταμένες ιδιοκτησίες στην ευρύτερη περιοχή, συνολικής εκτάσεως περί τα 150.000 στρέμματα.
Το ζεύγος Σούτσου κτίζει στο Τατόι ένα απλούστατο ισόγειο σπίτι, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το υπασπιστήριο. [ &&1 ] Ανατολικά, στην κορυφή ενός υψώματος, αναγείρεται ένας ανεμόμυλος, σημάδι ότι σπέρνονται στο κτήμα σιτηρά. Κτίζονται επίσης κάποια, μάλλον πρόχειρα, υποστατικά. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, όπως και πιο μπροστά, το Τατόι ήταν πέρασμα, αλλά και καταφύγιο ληστρικών συμμοριών, στις οποίες οι Σούτσοι ενίοτε προσέφεραν επί ανταλλάγμασι πολιτική προστασία. Τον Αύγουστο του 1843, επισκέπτεται το Τατόι η βασίλισσα Αμαλία και θέλγεται από την ομορφιά της φύσης. Αργά το απόγευμα της 6ης Απριλίου 1865, θα διανυκτερεύσει εκεί, καθ’οδόν προς τη Χαλκίδα, ο βασιλεύς Γεώργιος Α’, ως φιλοξενούμενος του Σκαρλάτου Σούτσου που είναι ο αυλάρχης του. Το Τατόι είναι ο πρώτος σταθμός, της πρώτης περιοδείας του νεαρού βασιλέως για να γνωρίσει τη χώρα του, στην οποία αφίχθηκε το φθινόπωρο του 1863.
……………………………
Πληροφορούμενος στα 1870, ότι ο Γεώργιος Α’ αναζητούσε μία τοποθεσία προκειμένου να αναγείρει τη θερινή κατοικία του –κι έκλινε μάλιστα προς τους Πεταλιούς που ήσαν ιδιοκτησία της γυναίκας του Όλγας–, ο Ερνέστος Τσίλλερ υπέδειξε στον βασιλέα το Τατόι –για το οποίο εγνώριζε ότι ο Σούτσος προθύμως θα πωλούσε– εκθειάζοντάς του το κλίμα, την ύπαρξη σ’ αυτό άφθονου νερού καθώς και την άμεση επικοινωνία του με την πρωτεύουσα. Η άμεση ανταπόκριση του Γεωργίου από την πρόταση του αρχιτέκτονα της νεοκλασσικής Αθήνας, φαίνεται από το γεγονός ότι ο Τσίλλερ εκπόνησε το έτος εκείνο διάφορα λίαν φιλόδοξα σχέδια – τεράστιων επαύλεων, σε διαφορετικούς ρυθμούς (αναγεννησιακό, νεογοτθικό, «ελληνοελβετικό»), ορισμένα από τα οποία έχουν σωθεί. Το συμβόλαιο αγοράς υπογράφηκε τελικά μόλις στις 15 Μαϊου 1872, στο σπίτι του Σούτσου, γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου. Η τιμή ορίσθηκε στις 300.000 δραχμές, καταβλητέες από τον βασιλέα εντός ενός έτους, σε 4 δόσεις. Στην αρχική έκταση των περίπου 16.000 στρεμμάτων, θα προστεθεί το 1877, το Μπάφι [sh η ευρύτερη περιοχή στο σημερινό Κρυονέρι] (προσφορά της Βουλής προς τον άνακτα, ως ιδιωτική του περιουσία), αργότερα διάφορες μικροεκτάσεις (με τα μέτρα της εποχής) –άλλες με παραχώρηση και άλλες κατόπιν αγοράς– στη θέση Κεραμίδι, και τέλος, το 1891, το οροπέδιο της Δρίζας (που αγοράσθηκε υπό του Γεωργίου από τον Ανδρέα Συγγρό, για λίγο ιδιοκτήτη του, ενώ προηγουμένως ανήκε επίσης στους Σούτσους): με την τελευταία αυτή αγορά το βασιλικό κτήμα απέκτησε τη μείζονα έκτασή του : ήτοι 47.427 στρέμματα.
Ευθύς μόλις έγινε κύριος του αρχικού πυρήνα του κτήματος ο Γεώργιος καταπιάσθηκε αφ’ ενός με τη φύτευση του δάσους και τη δημιουργία της υποδομής του – έργο μοναδικό σε ολόκληρη την Ελλάδα : μάστευση των πηγών, μεταφορά και αποθήκευση νερού, αλλά και πάγου, άρδευση, χάραξη δασικών οδών, αλεών, κατασκευή γεφυρών –οι δύο πιο σημαντικές κοσμούνται με το προσωπικό του έμβλημα–, στερνών, της τεχνητής λίμνης Κιθάρα κτλ πυρασφάλεια, και αφ΄ετέρου με την οργάνωση της οικονομίας του κτήματος, που περιορίστηκε στην αγροτική εκμετάλλευση με έμφαση στην αμπελουργία και την ελαιοπαραγωγή (έχομε στοιχεία της αγροτικής παραγωγής του Τατοϊου και της διακρίσεως του οίνου που παρήγε, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1880). Ταυτόχρονα εγκαινίασε εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο περιελάμβανε την ανέγερση μιας πρώτης –προσωρινής– κατοικίας, με ένα παρακολούθημα (τη μετέπειτα γνωστή ως οικία Στουρμ), ενός παρεκκλησίου (του Προφήτη Ηλία, που επικοινωνούσε με τη βασιλική κατοικία μέσω μιας ανοικτή στοάς καλυμμένης με περικοκλάδες και φυλλωσιές) και δύο συγκροτημάτων σταύλων, το πρώτο για τα άλογα του βασιλέως και της Αυλής, στα δυτικά του ανακτόρου και σε μικρή από αυτό απόσταση (στη θέση όπου αργότερα κτίσθηκαν τα γκαράζ), το δεύτερο πιο χαμηλά, στη διασταύρωση της δημοσιάς της Χαλκίδας, με τον δρόμο που κατευθύνεται προς το Παλαιόκαστρο. Περιελάμβανε ιπποστάσιο και σταύλο βοϊδών.
Ο αρχιτέκτων της προσωρινής βασιλικής επαύλεως Ερνέστος Τσίλλερ –την οποία τα παλιά τοπογραφικά του Κτήματος αναφέρουν ως «ξενώνα»– περιγράφει ρυθμολογικά το δημιούργημά του ως «ελληνοελβετικού ρυθμού», εννοώντας με αυτό ένα κτίσμα κατά βάση νεοκλασσικό, με δίρρικτη στέγη και ως προς τα επί μέρους με διακοσμητικά στοιχεία άλλα νεοκλασσικά και άλλα «γραφικά» ή ρομαντικά. Η αντιπαραβολή του σχεδίου του Τσίλλερ ενός δευτερεύοντος κτίσματος προορισμένου για το Τατόι, με τη μοναδική –εξ όσων γνωρίζω– φωτογραφία της επαύλεως στην αρχική της μορφή που σώζεται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Κοπεγχάγης, δείχνει σαφώς ότι η δεύτερη ήταν η απλουστευμένη και κατά πολύ μικρότερη εκδοχή του πρώτου. Πρόκειται για ένα στενόμακρο διώροφο σπίτι, με δίρρικτη στέγη, με τρία ανοίγματα στη στενή και έξη στη μακρά του πλευρά, πάνω σε ένα είδος βάθρου από ογκώδεις δόμους. Το αέτωμα κοσμείται από κλασικίζουσες τοιχογραφίες ένθεν και ένθεν του στενού φεγγίτη που έδινε φως στη σοφίτα. Στις στενές του πλευρές ένας μεγάλος διώροφος εξώστης συνέδεε το σπίτι μέσω μιας αρκετά πλατιάς σκάλας με τον κήπο. Στις δύο πλευρές τους οι σκάλες αυτές είχαν αντί κουπαστής αναβαθμούς πάνω στους οποίους ήσαν τοποθετημένες μαρμάρινες στρογγυλές φυτοδόχοι με ανάγλυφο το έμβλημα του Γεωργίου Α΄. Ένα στενό μπαλκόνι διέτρεχε στον όροφο, την ανατολική μακρά πλευρά, περνώντας μπροστά από τα τέσσερα κεντρικά ανοίγματά του. Τη στέγη κοσμούσαν ανθέμια και ακροκέραμα. Σε μικρή απόσταση από τη νοτιοανατολική γωνία τοποθετήθηκε το άγαλμα του Ψαρά του Δημητρίου Φιλιππότη. Τα εγκαίνια της πρώτης αυτής βασιλικής κατοικίας στο Τατόι, τελέσθηκαν με απλότητα με αγιασμό, στις 7 Απριλίου 1874.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία, οικοδομούνται επίσης το διευθυντήριο, το σχολείο των βασιλοπαίδων –που χρησίμευε και ως συμπληρωματικός ξενώνας της βασιλικής επαύλεως– το οινοποιείο, το σπίτι του αρχικηπουρού (που εμφανίζεται σε χάρτη του 1878 και πρέπει να συνδεθεί με τον σχεδιασμό και τη φύτευση του κήπου του μελλοντικού, οριστικού ανακτόρου), καθώς και η πιο ανατολική από τις δύο, πτέρυγα εργατικών κατοικιών. Με την προσθήκη ενός επί πλέον ορόφου που στεφανώθηκε με επάλξεις, ο παλιός ανεμόμυλος του Σούτσου μετατράπηκε σε πύργο [ &&1 ] με όψη μεσαιωνική. Στην κορυφή του, όπου κυμάτιζε η βασιλική σημαία, κάθε φορά που ο βασιλεύς βρισκόταν στο Τατόι, τοποθετήθηκε και ένα ρολόι που έδωσε το όνομά του στο ύψωμα. Στον πρώτο του όροφο ο Γεώργιος συγκέντρωσε τις όποιες αρχαιότητες από την αρχαία Δεκέλεια μπόρεσε να βρει –με πιο σημαντική μία στήλη φατρικού ψηφίσματος του έτους 396/395 π.Χ.– στον δε δεύτερο και τρίτο φυσικής ιστορίας αφιερωμένο στην πανίδα του κτήματος. Κτίσθηκαν επίσης ορισμένα άλλα κτήρια, επί το πλείστον βοηθητικά κτίσματα ή μεμονωμένες κατοικίες εργατών στο δάσος, που όμως χάθηκαν αργότερα στις μεγάλες πυρκαγιές. Είναι γνωστά (χωρίς να γνωρίζομε πάντοτε τη μορφή ή τη χρήση τους) είτε επειδή εμφανίζονται σε παλιούς χάρτες, είτε από φωτογραφίες, είτε τέλος από αφηγήσεις παλαιών κατοίκων του κτήματος. Τέλος στα αριστερά του δρόμου που ανέβαινε προς το παλάτι και ο οποίος, υπενθυμίζομε πως ήταν η δημοσία οδός προς τη Χαλκίδα, διαγωνίως πίσω από το βουστάσιο και στην ίδια περίπου ευθεία με την πτέρυγα εργατικών κατοικιών, υπήρχε –άγνωστο από πότε– το χάνι του Λύγδα, απαραίτητη στάση όλων των περαστικών.
Η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται έως περίπου το 1900. Πρώτος σταθμός η ανέγερση περί το 1885 και πάντως πριν από την ανέγερση της βασιλικής επαύλεως, στα νοτιοανατολικά της πτέρυγας εργατικών κατοικιών, του ξενοδοχείου «Τατόιον» [ &&1 ] και του μικρού αμαξοστάσιου απέναντι από αυτό, εις τρόπον ώστε τα τρία αυτά κτίσματα να συναποτελούν αρχικά ένα αρκετά απομονωμένο συγκρότημα. Το ξενοδοχείο συγκαταλέγεται στη ρομαντική γενιά των κτισμάτων του κτήματος. Αργότερα, κτίζεται η δυτική πτέρυγα των εργατόσπιτων, στο δυτικό άκρο της οποίας, μεταφέρεται σε ιδιαίτερο κτίσμα κάθετο προς αυτήν, το χάνι του Λύγδα. Το επόμενο διάστημα θα κτισθούν, πάνω μεν στη διασταύρωση το κτήριο των αξιωματικών της Φρουράς [ &&1 ] και ανατολικά του στην ίδια σειρά δύο μικρά συγκροτήματα εργατικών κατοικιών – απέριττα, με ασβεστωμένους τοίχους και κεραμοσκεπή. Το αργότερο το 1898, κτίζεται το βουτυροκομείο, [ &&1 ] που μοιάζει βγαλμένο από βόρειο παραμύθι. Ένα έτος αργότερα (1899), ανεγείρεται ο ναός της Αναστάσεως –αντίγραφο μεσαιωνικού ναού των Αθηνών– στο οροπέδιο του Παλαιόκαστρου (ακρόπολη της αρχαίας Δεκέλειας), που από το έτος 1880 είχε επιλεγεί ως χώρος του κοιμητηρίου της Δυναστείας και φιλοξενούσε ήδη το μικροσκοπικό μνήμα της βασιλοπούλας Όλγας που πέθανε το έτος εκείνο μόλις επτά μηνών. Το βουτυροκομείο κτίσθηκε το αργότερο στα 1898. Νοτιοανατολικά από την παλιά βασιλική κατοικία, στη θέση της παλιάς κατοικίας των Σούτσων, κτίζεται το υπασπιστήριο-σφαιριστήριο [ &&1 ] (1892), αντίγραφο μικρής επαύλεως στο Μπέρνστορφ της Δανίας. Στα 1895 τέλος, στα νότια του ιπποστασίου, τοποθετείται πάνω σε μεταλλική κατασκευή, μία καμπάνα, ο ήχος της οποίας ρυθμίζει τις εργασίες στο κτήμα. Μπροστά της κατασκευάζεται και ένα πρόχειρο υπόστεγο για τον σανό, μετέπειτα γνωστό ως «ρεμίζα».
Περί το 1888-89 προστίθεται ένας τρίτος, χαμηλός όροφος στο κτήριο του Τσίλλερ που χάνει έτσι τις ωραίες αναλογίες του καθώς και μέρος του νεοκλασικού του διακόσμου. Η αρκετά πρόχειρη αυτή μετατροπή οφείλεται στην ανέγερση του οριστικού ανακτόρου καθώς και στον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου με την Σοφία της Πρωσσίας, τον Οκτώβριο του 1889. Το νιόπαντρο ζευγάρι θα εγκατασταθεί στην παλιά, μεγεθυμένη και αρκούντως κακοποιημένη έπαυλη του Τσίλλερ η οποία στο εξής θα ονομασθεί «ανάκτορο Κωνσταντίνου». Σ’ αυτή θα γεννηθεί το επόμενο καλοκαίρι ο μετέπειτα Γεώργιος Β’ (1890-1947), δύο δε χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος (1893-1920).
Τα πιο πολλά από τα κτήρια αυτής της γενιάς (= περί το 1885- 1890) είναι έργα του αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, που εργάσθηκε υπό την καθοδήγηση και τη συνεχή εποπτεία του Γεωργίου Α΄. Ο ναός της Αναστάσεως όμως είναι έργο του Αναστασίου Μεταξά.
Τον νεαρότατο και εντελώς άσημο ακόμη Σάββα Μπούκη και για λόγους που μας είναι άγνωστοι, επέλεξαν ο Γεώργιος και η Όλγα για να τον στείλουν στην Αγία Πετρούπολη με την εντολή να αντιγράψει μια από τις δύο νεογοτθικές επαύλεις που ήσαν κτισμένες μέσα στο αχανές πάρκο του ανακτόρου Πέτερχοφ, στα νότια παράλια του Φινικού κόλπου. Η Ferme-Farm- Farmhouse, έργο του Adam Menelas ή Menelaus –γερμανού αρχιτέκτονα που είχε συνοδεύσει τον περίφημο σκωτσέζο αρχιτέκτονα Cameron στην Αγία Πετρούπολη– κτίσθηκε το 1828/29 κι επεκτάθηκε αργότερα στα χρόνια του τσάρου Αλεξάνδρου Β’ (1856-1881) που την κατοίκησε στο σημείο που να ταυτισθεί με αυτόν. Παρ’ όλο που ο Μπούκης επέφερε στο Τατόι ορισμένες αλλαγές –άγνωστο αν πήρε ο ίδιος την πρωτοβουλία ή αν έλαβε σχετική εντολή από τον βασιλέα Γεώργιο–, η βασιλική έπαυλη [ &&1 ] στο Τατόι αποτελεί πιστή απομίμηση της Ferme. Άγνωστοι επίσης παραμένουν οι λόγοι που έκαμαν τη βασίλισσα Όλγα να επιλέξει από τις τόσες ρωσικές αυτοκρατορικές κατοικίες την πλέον ίσως άσημη και στην οποία ουδέποτε κατοίκησε η ίδια. Η ανοικοδόμηση διήρκεσε από το 1884 έως το 1886, διάφορες όμως χωματουργικές εργασίες στο περιβάλλον του ανακτόρου, καθώς και η ολοκλήρωση της διακόσμησης και της επίπλωσης στο εσωτερικό του, καθυστέρησαν την εγκατάσταση σε αυτήν της βασιλικής οικογένειας μέχρι την άνοιξη του 1889. Τα εγκαίνια τελέσθηκαν με αγιασμό στις 18 Μαϊου, παρουσία της βασιλικής οικογένειας και μικρού αριθμού αυλικών και φίλων.
Η έπαυλη δεσπόζει ενός κήπου, που απλωνόταν αρχικώς σε δύο και αργότερα σε τρία επίπεδα, και ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να φυτεύεται πριν από το 1878. Στο ανώτερο επίπεδο τοποθετήθηκε το άγαλμα ενός κοζάκου κυνηγού, έργο του Ιευγκένι Λανσεράι, το οποίο η βασίλισσα Όλγα αγόρασε και έφερε από τη Ρωσία, καθώς και στην ίδια ευθεία προς το άγαλμα ένας μαρμάρινος ημικυκλικός πάγκος με αρχαιοπρεπή διάκοσμο, στραμμένος προς τη θέα και που εξαφανίσθηκε στις αναπλάσεις της προπολεμικής περιόδου. Στο ενδιάμεσο βρίσκεται «η σπηλιά», μια τεχνητή κόγχη [sh χαμηλότερα σε ύψος, αμέσως νότια από την έπαυλη κατεβαίνοντας τις σκάλες, περίπου κρυμμένη από τη σημερινή βλάστηση], με μια μαρμάρινη γούρνα με νούφαρα στην οποία έπεφτε νερό από το στόμα μιας μαρμάρινης λεοντοκεφαλής. Το χαμηλότερο και πλέον εκτεταμένο επίπεδο τέμνεται καθέτως από μία κεντρική φαρδύτερη αλέα στα δεξιά της οποίας υπάρχει το γήπεδο του lawn-tennis και ένα θερμοκήπιο –που σημειώνεται σε τοπογραφικό του 1896, αλλά εξαφανίσθηκε αργότερα– κι αριστερά ένας μικρός «λαβύρινθος». Κοντά στο γήπεδο του τέννις κυπαρίσσια φυτεμένα κυκλικά, είχαν τα κλαδιά τους έτσι μπλεγμένα το ένα με το άλλο ώστε υψούμενα τα δένδρα να σχηματίζουν θόλο.
Η ζωή της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι ήταν ένας συνδυασμός εκλέπτυνσης και απλότητας, η δε βασιλική αυλή περιοριζόταν συνήθως στους υπασπιστές και τις κυρίες επί των τιμών που είχαν εναλλάξ υπηρεσία. Την κάποια μονοτονία της σπούσαν επισκέψεις φίλων ή ξένων διπλωματών από την Αθήνα, κυρίως όμως οι αφίξεις συγγενών, εστεμμένων και μη, από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Σε διάρκεια επίσημης επίσκεψής τους στην Ελλάδα, επισκέπτονται το Τατόι, ο ηγεμών Μαυροβουνίου το 1899 και ο βασιλεύς της Ιταλίας το 1907. Η πιο μεγάλη γιορτή του έτους ήταν η ονομαστική εορτή της βασίλισσας Όλγας (11 Ιουλίου) που ξεκινούσε με δοξολογία στην εκκλησία και εν συνεχεία με γεύμα στο ύπαιθρο, με προσκεκλημένους τα μέλη της Κυβερνήσεως. Λίγο πιο πέρα –στη θέση όπου αργότερα κτίσθηκαν τα γκαράζ [ &&1 ]– η διεύθυνση του κτήματος προσέφερε σουβλιστό αρνί και κρασί τόσο στους άνδρες της Ανακτορικής Φρουράς, όσο και στους εργάτες του κτήματος, αλλά και σε πλήθος χωρικών που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Ήταν το «γλέντι της κυρά- βασίλισσας». Μετά το φαγητό, στηνόταν χορός, τον οποίο ερχόταν να παρακολουθήσει η βασιλική οικογένεια, μετά το πέρας του επισήμου γεύματος. Συγκινημένος ο βασιλεύς κολλούσε από μία χρυσή λίρα στο ιδρωμένο μέτωπο κάθε οργανοπαίκτη. Η ίδια εορτή επαναλαμβανόταν στις 22 Αυγούστου, ημέρα των γενεθλίων της Όλγας, συνήθως χωρίς τη βασιλική οικογένεια που την εποχή εκείνη απουσίαζε συνήθως στο εξωτερικό.
Στην οργάνωση του κτήματος ο Γεώργιος Α’ επέλεξε διαδοχικά ως συνεργάτες δύο εξαιρετικά άξιους, ευσυνείδητους και γνώστες του αντικειμένου της εργασίας τους Δανούς, αρχικώς μεν τον κάπως εκκεντρικό, αλλά εξαιρετικά αγαπητό στην αθηναϊκή κοινωνία, Λουδοβίκο Μύντερ (1873-1892) και εν συνεχεία, τον Όθωνα Βάισμαν (1893-1914). Μαζί με τον βασιλέα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως οι δημιουργοί του Τατοϊου. Χάρη στους ανθρώπους αυτούς πολλές σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας ή και προστασίας των δασών εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά στο Τατόι. Για τα υποζύγια του κτήματος ο Γεώργιος Α’ εισήγαγε εξαρτήσεις πιο ανώδυνες για τα ζώα, τις οποίες μάταια προσπάθησε να διαδώσει, κυρίως μέσω της Γεωργικής Εταιρείας της οποίας ήταν ο επίτιμος πρόεδρος. Το έργο του Μύντερ και του Βάισμαν, συνέχισε επάξια ο Ιωάννης Κοκκίνης (1914-1923). Επί ημερών του το Τατόι θα περνούσε την πρώτη σοβαρή δοκιμασία του.
Λόγοι πολιτικοί, καθώς και η πυρκαγιά της 25ης Δεκεμβρίου 1909 που κατέστησε για ένα διάστημα μη κατοικήσιμα τα ανάκτορα στην Αθήνα, υποχρέωσαν τη βασιλική οικογένεια να διαχειμάσει στο Τατόι. Στο κτήμα όμως δεν υπήρχαν επαρκείς χώροι διαμονής για το προσωπικό, ιδίως εξοπλισμένοι για τον χειμώνα που τη χρονιά εκείνη ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Η προφανής ταλαιπωρία τόσων ανθρώπων ήταν ο λόγος, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο πρίγκιπας Νικόλαος, που ώθησε τον Γεώργιο να αποφασίσει την ανέγερση ενός κτηρίου για το προσωπικό. Τα πολιτικά γεγονότα και εν συνεχεία οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 δυσχέραιναν την πραγμάτωση του σχεδίου αυτού, το οποίο έφερε σε πέρας ο νέος βασιλεύς τον χειμώνα του 1913-1914. Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη στις 5 Μαρτίου 1913, ο Κωνσταντίνος και η Σοφία, είχαν ανάγκη περισσότερου χώρου, δεδομένου ότι εξακολούθησαν να κατοικούν στην παλιά έπαυλη, καθότι ο Γεώργιος είχε αφήσει δια της διαθήκης του το καθ’ αυτό παλάτι στη βασίλισσα Όλγα. Το κτήριο του προσωπικού [ &&1 ] κτίσθηκε πίσω από το υπασπιστήριο, σχεδόν παράλληλα με το ανάκτορο Κωνσταντίνου. Έχει έντονο λειτουργικό χαρακτήρα, ανταποκρινόμενο στην προσωπικότητα του νέου βασιλέως που ήταν κατ’ εξοχήν στρατιώτης. Σε μικρή απόσταση πίσω από αυτό, το παλιό «φαρμακείο» –που η ντόπια παράδοση συνδέει με το «νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας»– μετατρέπεται σε κατοικία του φροντιστή, [ &&1 ] ήτοι του επί κεφαλής του ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Την ίδια περίοδο κτίζεται και το κτήριο των στρατώνων [ &&1 ] στο ύψωμα που εποπτεύει το ανακτορικό συγκρότημα.
Και πάλι η ταραγμένη περίοδος που ακολουθεί εμπόδισε την περάτωση του εσωτερικού διακόσμου του ναού της Αναστάσεως στο Παλαιόκαστρο, μπροστά στον οποίο –και σε μικρή απόσταση από το μνήμα της βασιλοπούλας Όλγας– είχε ταφεί σε απέριττο τάφο καλυπτόμενο από ογκώδη κυβόλιθο πεντελίσιου μαρμάρου, ο εθνομάρτυς Γεώργιος Α’. Η βασίλισσα Σοφία ωστόσο, λάτρης των κήπων και γενικώς του πρασίνου (η Αθήνα της οφείλει πολλά από τα άλση της), κατόρθωσε να αναπλάσει τον κήπο τόσο γύρω από το παλιό καθώς και από το νέο ανάκτορο, τον οποίο χαιρόταν να δείχνει στους καλεσμένους της.
Το καλοκαίρι του 1915 αναρρώνει στο Τατόι, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος από βαριά αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Η αδυναμία του να κατέλθει στα ανάκτορα των Αθηνών, καθιστά για λίγους μήνες το βασιλικό κτήμα και πιο ειδικά το παλιό ανάκτορο, το κύριο κέντρο αποφάσεων επί κρισίμων εθνικών ζητημάτων καθώς και θέατρο σημαντικών γεγονότων της πολιτικής ζωής της χώρας που με ορμή παρεσύρετο στη δύνη του Εθνικού Διχασμού. Άθλιος ο ρόλος των ξένων, πρωτίστως της Γαλλίας, που προωθούσαν κεκαλυμμένα τους δικούς τους άνομους σκοπούς. Ήταν επομένως φυσικό τόσο η κοινή γνώμη, όσο και η βασιλική οικογένεια (με εξαίρεση τον ίδιο τον βασιλέα) να αποδώσουν στον αδελφοκτόνο διχασμό και στην ξένη ανάμειξη, την πυρκαγιά που ξέσπασε στις 30 Ιουνίου 1916 και η οποία κατέκαψε 33.000 στρέμματα δάσους κι από τα κτήρια το ανάκτορο του Κωνσταντίνου, τον Προφήτη Ηλία, τους ανακτορικούς σταύλους, τον πύργο στο Ρολόι, καθώς και το σχολείο των βασιλοπαίδων, όπως πιθανότατα και άλλα κτίσματα ευρισκόμενα έξω από τον πυρήνα του κτήματος. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κινδύνεψε να εγκλωβισθεί μέσα στις φλόγες. Εννέα όμως άνθρωποι υπήρξαν λιγώτερο τυχεροί κι άφησαν τη ζωή τους στο φλεγόμενο δάσος. Παρ’ όλο που τα πάντα μοιάζουν να δικαιολογούν την εκδοχή του εμπρησμού, η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί, αν παρατηρήσει κανείς ότι εκείνες ακριβώς τις ημέρες και μετά από πολύμηνη ξηρασία, καιγόταν ολόκληρη η Ελλάδα. Όποια κι αν ήταν η αιτία της, η φωτιά του 1916 είναι ο πρώτος μετά το 1872 μείζων σταθμός στην ιστορία του Τατοϊου, το βίαιο τέλος της πρώτης χρυσής του εποχής. Εξ αιτίας της εξοντώθηκε επίσης μεγάλο μέρος της πανίδας του κτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ελαφιών πολλά από τα οποία βρέθηκαν καρβουνιασμένα στις περιφράξεις. Τότε επίσης στέρεψαν οι πιο πολλές πηγές.
……………………………
Τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, ή έξωση του Κωνσταντίνου από τις Δυνάμεις της Entente, η κομματική βενιζελική τυραννία και τέλος ο πόλεμος δεν παρείχαν τη δυνατότητα να επουλωθούν οι πληγές. Στις 12 Οκτωβρίου πεθαίνει στο δωμάτιό του στο Τατόι, μετά από εβδομάδες φρικτής αγωνίας, ο πρίγκηπας-βασιλεύς Αλέξανδρος, μόλις 27 ετών. Ο τραυματισμός του από τον πίθηκο που συνεπλάκη με τον σκύλο του συνέβη στον δρόμο κάτω από την οικία Στουρμ, στην οποία παρασχέθηκαν στον Αλέξανδρο οι πρώτες βοήθειες. Δημοψήφισμα φέρνει πίσω θριαμβευτικά τον Κωνσταντίνο. Αλλά και πάλι περιθώρια οικονομικά και ψυχικά (λόγω του πολέμου και του πένθους του Αλεξάνδρου) δεν υπάρχουν για επανοικοδομήσεις, μεγάλης κλίμακας επισκευές και δενδροφυτεύσεις στο Τατόι. Η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη στο μικρασιατικό αδιέξοδο. Η Μικρασιατική Καταστροφή, παρά την πολιτικότητα που επιδεικνύει ο νέος βασιλεύς Γεώργιος ο Β’, και τις προσπάθειες που όψιμα καταβάλει ο ίδιος ο Βενιζέλος για να σώσει το πολίτευμα, ήταν μοιραίο να συμπαρασύρει και τη βασιλεία. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος Β’ αναχωρεί στο εξωτερικό υπό μορφή αδείας. Στις 24 Μαρτίου 1924, η Εθνοσυνέλευση κηρύσσει την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Σε μία Ελλάδα χωρίς βασιλεία ποια θα είναι τώρα η μοίρα του Τατοϊου;
Παραδόξως για τα ελληνικά χρονικά, η πολιτειακή αλλαγή δεν έθιξε το κτήμα, χάρη στη σωφροσύνη και τον πολιτισμό των τότε ηγητόρων που έλαβαν, παραβλέποντας τα οξύτατα πάθη των ημερών εκείνων, από την πρώτη στιγμή μέτρα για την προστασία του: επαρκή χρηματοδότηση καθώς και ένα νέο πλαίσιο και λόγο υπάρξεως. Από τα 1926 και μετά, όταν το Τατόι προσδέθηκε στην Αεροπορική Άμυνα (μετέπειτα Διοίκηση Δημοσίων Κτημάτων), τις ευκαιρίες που του παρείχε η Πολιτεία με τον νόμο 3213/ 14 Αυγούστου 1924 εκμεταλλεύτηκε, ο διορισθείς δυναμικός διευθυντής: ο δασολόγος Βασίλειος Δρούβας (1926-1961) προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, στον οποίο όμως το Τατόι χρωστά πολλά. Χάρη σ’ αυτόν, το πρώην βασιλικό επούλωσε τα τραύματα της μεγάλης φωτιάς, θωρακίσθηκε απέναντι στην απειλή νέας φωτιάς με φαρδιές αντιπυρικές ζώνες και φυτεύσεις σε πυκνές σειρές δένδρων που δύσκολα αναφλέγονται, και με έναν συνδυασμό ανάπτυξης και σφιχτών οικονομιών, καθώς και τη θέσπιση αυταρχικών μέτρων που επέτρεπε η νομοθεσία της εποχής, όπως την επιβολή προστίμων στο προσωπικό ή προστίμων για παράνομη ξύλευση, βοσκή ή ακόμη και διάβαση, κατάφερε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το κτήμα για πρώτη φορά στην ιστορία του να έχει ενεργητικό, ύψους ετησίως περίπου ενός εκατομμυρίου. Το Εθνικό Αγροτικό Ορφανοτροφείο Αρρένων που λειτουργούσε στο κτήριο του προσωπικού και στα μαγειρεία έδινε ζωή τον χειμώνα στην τοπική κοινωνία. Η βασιλική έπαυλη λειτούργησε ως θερινό κυβερνείο –κατοικήθηκε μόνο από τον Αλέξανδρο Ζαϊμη– ενώ σε χώρους του ισογείου είχε προχείρως οργανωθεί ένα επισκέψιμο μουσείο με ενθύμια της Δυναστείας. Η οικονομική άνθιση επέτρεψε την ανέγερση κάποιων νέων κτηρίων, όπως της «μάνδρας», δηλαδή μιας περίφρακτης αυλής, γύρω από την οποία μεταφέρθηκαν διάφορα εργαστήρια του κτήματος, καθώς και οι κατοικίες εκείνων που έμεναν στη θέση όπου, επίσης περί το 1930, κτίσθηκε ο σταθμός της χωροφυλακής. Την ίδια περίοδο το ξενοδοχείο «Τατόιον» [ &&1 ] λειτουργεί ως παράρτημα του ξενοδοχείου «Σέσιλ» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, ενώ το «χάνι του Λύγδα», [ &&1 ] υπό νέα διεύθυνση, μετονομάζεται σε «Ανακτορικόν Δάσος».
Οι κάτοικοι του Τατοϊου υποδέχονται με χαρά τον επιστρέψαντα βασιλέα Γεώργιο Β’ την 1η Δεκεμβρίου 1935. Αντιλαμβανόμενος την αξία του Δρούβα, ο Γεώργιος τον διατηρεί στην θέση του, παρά τις προσπάθειες πολλών, οι οποίοι στηρίζονταν στο γεγονός ότι ο Δρούβας ήταν ακραίος βενιζελικός και υποστηρικτής της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ο φόρτος εργασίας και οι ποικίλες έγνοιες του βασιλέως που παρέλαβε μια χώρα από πάσης πλευράς διαλυμένη, τον εμποδίζουν να ασχοληθεί αμέσως με το Τατόι. Στις 22 Νοεμβρίου 1936 θάπτονται πανηγυρικά στο Παλαιόκαστρο τα οστά των βασιλέων Κωνσταντίνου, Σοφίας και Όλγας, τα τους οποίους το θωρηκτό «Αβέρωφ» μετέφερε από το Μπρίντιζι. Η Όλγα μπροστά στον ναό, δίπλα στον Γεώργιο, ο Κωνσταντίνος και η Σοφία, στο μαυσωλείο του οποίου έχει αρχίσει η ανέγερση στο κέντρο του μικρού οροπεδίου. Κοντά τους θα μεταφερθεί από την αρχική του θέση στην πρόσοψη του ναού, ο Αλέξανδρος. Αρνούμενος τον βασιλικό τίτλο στην επιτύμβια επιγραφή με τη συμπλήρωση ότι «εβασίλευσε αντί του πατρός αυτού», ο Γεώργιος Β’ αποκαθιστά τη συνταγματική και δυναστική τάξη που είχε κλονισθεί το 1917. Εμπνευστής του σχεδίου του βυζαντινοπρεπούς μαυσωλείου, ο αρχιτέκτων Μανώλης Λαζαρίδης. Λόγοι πιθανώς οικονομικοί επέβαλαν τη μετατροπή του επί το απλούστερο, με την παρέμβαση του ανακτορικού αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα βρει το μαυσωλείο ημιτελές. Θα εμποδίσουν την ολοκλήρωσή του. την τελευταία κατοικία τους στο Παλαιόκαστρο οι βασιλόπαιδες Νικόλαος (Φεβρουάριος 1938), Χριστόφορος (Ιανουάριος 1940) και Μαρία (Δεκέμβριος 1940), καθώς και η βασιλόπαις Αλεξάνδρα, μεγάλη δούκισσα Παύλου της Ρωσίας (+1891), το παλιό ίνδαλμα του αθηναϊκού λαού, που στάλθηκε από το μαυσωλείο των Ρωμανώφ στο Λένινγκραντ στην Ελλάδα με εντολή του Στάλιν, ικανοποιούντος με καθυστέρηση σχετικό αίτημα του Έλληνος βασιλέως.
Το οικονομικό πλεόνασμα που βρήκε στο ταμείο του χάρη στη χρηστή διαχείριση του Δρούβα επέτρεψε στον βασιλέα την ανάληψη, τη διετία 1937-1939, ενός σημαντικού οικοδομικού προγράμματος, στο πέρας του οποίου το Τατόι είχε σε μεγάλο βαθμό αλλάξει μορφή. Παράλληλα με την κατεδάφιση των ερειπίων του παλιού ανακτόρου, του σχολείου των βασιλοπαίδων και των ανακτορικών σταύλων με τα γύρω τους παρακολουθήματα, κατεδαφίσθηκαν επίσης κτήρια τα οποία είχαν μείνει ανέπαφα, είτε επειδή η αισθητική τους δεν ταίριαζε με εκείνη του Γεωργίου Β’ είτε διότι δεν θεωρούνταν αρκούντως λειτουργικά. Στις περιπτώσεις αυτές των κτηρίων που κατεδαφίζονται για να αναγερθούν και πάλι εκ βάθρων, ανήκουν τόσο τα μαγειρεία [ &&1 ] της βασιλικής επαύλεως (που επικοινωνούν, όπως και τα παλιά, μέσω ενός υπογείου διαδρόμου με το παλάτι), όσο και το διευθυντήριο. Το τελευταίο, με έκδηλο αγγλοσαξωνικό χαρακτήρα, είναι έργο του Περικλή Σακελλάριου, ο οποίος επίσης σχεδίασε το φυλάκιο της κεντρικής πύλης του κτήματος, της «πύλης της Βαρυμπόμπης». Η ίδια η πύλη με τους χαρακτηριστικούς μικρούς μαρμάρινους οβελίσκους της (που εκλάπησαν τη δεκαετία του 1980) κατασκευάζεται το 1939.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που επέφερε η παλινόρθωση του 1935 είναι η απαγόρευση διέλευσης του κοινού μέσα από το κτήμα με αποτέλεσμα η δημοσία οδός να εκτραπεί στα δυτικά για να συναντήσει συμπτωματικά διερχόμενη από τις υπώρειες του Παλαιόκαστρου την αρχαία οδό Αθηνών – Χαλκίδος. Το κλείσιμο του κτήματος συνοδεύτηκε από την άρση της λειτουργίας του ξενοδοχείου και στην έκπτωση του «Ανακτορικού Δάσους» σε μπακάλικο- ψιλικατζίδικο, που σερβίριζε και κάποια γεύματα σε μέλη αποκλειστικά της διοίκησης του κτήματος και σε εργάτες.
Τότε επίσης κτίζεται το κτήριο με τους θαλάμους του εποχικού προσωπικού, [ &&1 ] ενώ το υπασπιστήριο αλλάζει και αυτό όψη –χάνοντας έτσι την αμιγώς δανέζικη αισθητική του– μετά από παρέμβαση πιθανώς του Αναστασίου Μεταξά.
Το κτήριο όμως που υπέφερε το πιο πολύ από την αναπλαστική δραστηριότητα του Γεωργίου β’ είναι αδιαμφισβήτητα το ίδιο το ανάκτορο, στο οποίο κατά τη διετία 1937-1939 πραγματοποιήθηκαν μεγάλης εκτάσεως έργα, που εκσυγχρόνισαν το εσωτερικό του –με την εγκατάσταση λουτρών στα υπνοδωμάτια και κεντρικής θερμάνσεως– αλλά που παραμόρφωσαν το εξωτερικό, κυρίως δε τη νότια όψη που βλέπει στον κήπο. Ενώ στη βόρεια πλευρά η μόνη αλλαγή υπήρξε η κατάργηση μιας εισόδου που οδηγούσε στην τραπεζαρία και στο ημιυπόγειο, στη νότια καταργήθηκε ουσιαστικά το διπλό χαγιάτι και αφαιρέθηκε όλος ο λεπτός λευκός δαντελωτός μεταλλικός διάκοσμος, αντικατασταθείς αλλού από τσιμεντένιες προθέσεις και αλλού από βαριά μπετονένια δοκάρια. Στο νέο χαγιάτι αντιγράφονται πρόχειρα οι επάλξεις που κοσμούν το μπαλκόνι πάνω από το βασιλικό γραφείο. Τα παλιά κιγκλιδώματα επιβίωσαν μόνο στο μπαλκόνι του δωματίου της βορειοδυτικής άκρας του σπιτιού, καθώς και σε λίγους φεγγίτες. Άγνωστο ωστόσο παραμένει αν τα νέα κιγκλιδώματα στους φεγγίτες και τον εξώστη, ανήκουν στην περίοδο 1937-38 ή αν τοποθετήθηκαν κατά την πρόχειρη –λόγω των πενιχρών οικονομικών– επισκευή της επαύλεως που ακολούθησε –πραγματοποιούμενη πιθανότατα το 1947-1948– τη διπλή λεηλασία της κατά τα Δεκεμβριανά. Η κατάδηλη έγνοια για τη δαπάνη όσο το δυνατό λιγώτερων χρημάτων, μας κάνει να κλίνομε υπέρ της δεύτερης χρονολογίας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το αποτέλεσμα ήταν πως η συνεπής προς την εποχή της κομψή νεογοτθική έπαυλη του Γεωργίου Α’, μετατράπηκε από τον συνονόματο εγγονό του σε ένα κακοποιημένο και ερμαφρόδιτο κτήριο χωρίς ψυχή και χαρακτήρα.
Μιας τέτοιας εκτάσεως επέμβαση στο ιστορικό κτήριο ξενίζει ακόμη πιο πολύ αν λογαριάσομε ότι ο Γεώργιος σκόπευε να κτίσει στην κορυφή Κακούρθι της Πάρνηθας μια βίλλα-αετοφωλιά κι είχε μάλιστα αρχίσει, με αφετηρία την Κιθάρα, η κατασκευή του δρόμου που θα οδηγούσε εκεί. Το όλο εγχείρημα επιβράδυνε ο πόλεμος και τελικώς το ματαίωσε η ακολουθήσασα ξενική κατοχή.
Με εξαίρεση τις πριγκίπισσες Νικολάου (Ελένη) και Ανδρέα (Αλίκη) που αρνήθηκαν να φύγουν ενώ πλησίαζαν οι Γερμανοί, η λοιπή βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε την Αθήνα, μεταβαίνουσα αρχικώς μεν στην Κρήτη και ακολούθως στην Αίγυπτο. Στο Τατόι το ανάκτορο σφραγίσθηκε από τις αρχές Κατοχής, οι οποίες χρησιμοποίησαν ορισμένα δευτερεύοντα κτήρια ως χώρους ανάρρωσης και ανάπαυσης για αξιωματικούς που επέστρεφαν από δύσκολες αποστολές. Στα τραγικά χρόνια της Κατοχής ο Δρούβας έδειξε το τι ήταν άξιος. Ενέτεινε τις καλλιέργειες, μοσχοπουλώντας τα προϊόντα στην αγορά της λιμοκτονούσας Αθήνας κι αυξάνοντας έτσι το αποθεματικό του ταμείου του κτήματος, περιορίζοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε μη παραγωγική δαπάνη. Πολιτεύθηκε δε με μαεστρία και προς όφελος του κτήματος τόσο με τον κατακτητή, όσο και με τους αντάρτες που έκαναν την εμφάνισή τους στην Πάρνηθα στα τέλη του 1943 και στους οποίους παρείχε ό,τι του ζητούσαν, μη εκτιθέμενος όμως ποτέ προσωπικά. Οι αντάρτες εμφανίζονται στην καρδιά του κτήματος το Πάσχα του 1944. Βρήκαν τους κατοίκους κρυμμένους στο αντιαεροπορικό καταφύγιο του παλατιού (για να προφυλαχθούν από τα αγγλικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν την ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου), δίπλα στα μαγειρεία. Ήσαν φιλικοί προς όλους, από το κτήμα όμως άρπαξαν μεγάλο αριθμό σφαγίων για το πασχαλιάτικο γλέντι τους ψηλά στο βουνό.
Ο νέος διχασμός χωρίζει και τους κατοίκους του Τατοϊου σε δύο στρατόπεδα. Με το ΕΑΜ τίθενται οι νέοι υπάλληλοι ή εργάτες, αρκετοί από τους οποίους ήσαν πρόσφυγες. Εναντίον του τοποθετούνται οι παλιοί. Στους καλοκαιρινούς μήνες η πίεση του «βουνού» εντείνεται, οι κλοπές και οι λεηλασίες πολλαπλασιάζονται στους σταύλους και στις αποθήκες. Όπως αυξάνονται οι υποχρεωτικές λαοσυνάξεις για κατήχηση, πότε στον σταθμό της χωροφυλακής [ &&1 ] και πότε στο ύπαιθρο, κοντά στο διευθυντήριο ή το δασονομείο. Σε μια από αυτές, ένας αντάρτης, κραυγάζοντας «κι εγώ είμαι ο Γεώργιος ο Γ΄!» πυροβόλησε στο σημείο της απεικόνισης του στέμματος μία από τις μεταλλικές λευκές και μαύρες ανθοδόχους που είχαν μεταφερθεί έξω από το διευθυντήριο [ &&1 ] από τη θέση όπου ευρίσκοντο παλαιότερα, έως τις εργασίες του 1937-39, στον κήπο του παλατιού. Οι τρύπες από τις σφαίρες στην ανθοδόχο του Γεωργίου Α’ αποτελούν σήμερα το μόνο σημάδι της περιόδου της Ελασιτοκρατίας στο Τατόι. Διαβλέπων περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, ο επιμελητής της βασιλικής χορηγίας Αθανάσιος Φίλων, μεταφέρει έγκαιρα στα ανάκτορα Αθηνών, τα πολυτιμότερα αντικείμενα της βασιλικής επαύλεως. Μπαίνοντας το φθινόπωρο, κάθε άλλη αρχή πλην του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μοιάζει να έχει καταλυθεί.
Μέσα στις εβδομάδες του χάους το Τατόι λεηλατείται δύο φορές. Μια πρώτη ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1944 και μια δεύτερη –μαζί με πλείστα αγροκτήματα της Αττικής– ανήμερα τα Φώτα, όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μαζί με πλήθος κόσμου που έφευγε για να αποφύγει διώξεις και αντεκδικήσεις, αποσύρονταν άτακτα προς τον βορρά, έχοντας χάσει τη μάχη της Αθήνας. Συντάσσεται κατάλογος προγραφών με 11 ονόματα αντιφρονούντων του κτήματος. Γνώριμός τους, καίτοι στέλεχος του ΕΛΑΣ Κηφισιάς, προειδοποιεί τους αναγραφόμενους σε αυτόν να φύγουν, να κρυφτούν. Όπως συνέβη σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις η ακραία ιδεολογική αντίθεση έκρυβε έχθρες προσωπικές και ενίοτε ιδιοτελείς επιδιώξεις. Τρεις δεν έφυγαν, διότι δεν έβλεπαν τον λόγο να φύγουν. Δεν είχαν βλάψει κανένα, ποιος να τους ήθελε κακό; Ήσαν οι Παναγιώτης Κοροβέσης, Γιώργος Κεφάλας και Αναστάσης Μπαλής. Τα πτώματά τους βρέθηκαν από τον Λεωνίδα Δυονυσιάτη, κατακρεουργημένα στη θέση «Κρεμάλα». Μεταφέρθηκαν στη «μάνδρα», όπου έγινε ο θρήνος των οικογενειών. Την επομένη βρέθηκε κρεμασμένο από μια ελιά, προς το ρέμα της Βασιλοπούλας, ένα κορίτσι. Ήταν η αρραβωνιαστικιά ενός από τα θύματα. Η άτυχη νέα περίμενε παιδί. Έτσι η τραγωδία έκλεισε με τέταρτο και πέμπτο θύμα.
Το τελευταίο επεισόδιο του Εμφυλίου που αιματοκύλιζε τη χώρα έλαβε στο Τατόι τη μορφή του εμπρησμού. Την 1 έως 3 Αυγούστου 1945 το δάσος κατακαίεται περικυκλούμενο από βαλτές εστίες φωτιάς. Τρόπος αντιμετώπισης της πυρκαγιάς δεν υπάρχει. Για καλή τύχη, η φωτιά δεν έθιξε τα κτήρια. Μετά τη διαρπαγή των κοπαδιών, την καταστροφή της συγκομιδής του κρασιού και του λαδιού στις αποθήκες, ήλθε και η απώλεια του δάσους. Για πρώτη φορά η πείνα μπήκε στην καθημερινότητα του Τατοϊου. Προκειμένου να ανταπεξέλθει, η τοπική κοινωνία –οικογένειες που συχνά εργάζονταν στο Τατόι, από πατέρα σε γιο, επί τρεις γενιές– αναγκάζεται να το εγκαταλείψει. Το βασιλικό κτήμα κατέβηκε στον τάφο για δεύτερη φορά.
……………………………
Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας τον Σεπτέμβριο του 1946, ενισχύει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του κτήματος, που καταβάλλει ο πάντα ακαταπόνητος Δρούβας. Το ξεκίνημα έγινε, όπως σε τόσα άλλα ελληνικά κτήματα, με την απόκτηση κάποιων αγαθών από την UNRRA. Ο Δρούβας προσπαθεί να αναπληρώσει την απουσία του δάσους, δίνοντας έμφαση στην παραγωγή κρασιού και λαδιού, κυρίως όμως ενισχύοντας σοβαρά σε σχέση με το παρελθόν την κτηνοτροφική μονάδα του κτήματος, την οποία επίσης ανέστησε εκ του μηδενός. Προωθεί προς τούτο πρώτα την ανέγερση του χοιροστασίου (1948), κι έπειτα εκείνη του νέου βουστασίου (1952), χωρητικότητας 90 ζώων, που είναι ένα από τα πιο κομψά κτήρια του κτήματος. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής ήσαν ο Κωνσταντίνος Γκίνης και κάπως αργότερα, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής. Περίπου ταυτόχρονα (1950), ανοικοδομείται το οίκημα που θα στεγάσει μια γαλακτοτροφική μονάδα παραγωγής παστεριωμένου γάλακτος, τη διεύθυνση της οποίας αναλαμβάνει το 1954 ένας Δανός. Λόγω της λυσσώδους αντίδρασης μερίδος της αντιπολιτεύσεως εναντίον της εμπορικής δραστηριότητος των Ανακτόρων, η μονάδα θα κλείσει το 1959.
Από το τέλος του 1948, το Τατόι καθίσταται η μόνιμη κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία το καλοκαίρι παραθερίζει αρχικώς μεν στους Πεταλιούς, μετά δε το 1956, στο Mon Repos της Κέρκυρας (που επισκευάσθηκε κρατικαίς δαπάναις για να φιλοξενήσει τον Τίτο, επίσημο επισκέπτη της Ελλάδος). Η βασιλική έπαυλις είναι επομένως ένα σπιτικό στο οποίο εκτυλίσσεται η καθημερινότητα μιας αγαπημένης οικογένειας, της οποίας το πλαίσιο ζωής δεν διέφερε –προς μεγάλη απογοήτευση επισκεπτών που πήγαιναν στο Τατόι για πρώτη φορά– από εκείνο των μεγαλοαστικών οικογενειών κάτω στην Αθήνα. Με εξαίρεση τους λίγους μήνες τον χειμώνα του 1956-57, όπου για λόγους οικονομίας, ο βασιλεύς Παύλος αναγκάσθηκε να κλείσει τα ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού και την ορκωμοσία της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου στις 19 Φεβρουαρίου 1964, λόγω της ασθενείας του βασιλέως, καμμία κρατική λειτουργία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στο Τατόι, το οποίο παρέμενε αυστηρά χώρος ιδιωτικός. Ωστόσο εξ αιτίας της επίσημης ιδιότητας των ιδιοκτητών του ελάμβαναν συχνά χώρα γεύματα προς τιμήν ξένων αρχηγών κρατών που επισκέπτονταν επισήμως ή ανεπισήμως τη χώρα μας, σημαντικών διπλωματών ή στρατιωτικών παραγόντων ή δημοσιογράφων διερχομένων από την ελληνική πρωτεύουσα, αλλά και μελών άλλων βασιλικών οικογενειών περαστικών από την Αθήνα. Στα βασιλικά προγεύματα προσκαλούνταν επίσης πολιτικοί και κοινωνικοί ελληνικοί παράγοντες, καθώς και προσωπικότητες της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού. Η ημέρα για όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας τελείωνε μπροστά στο τζάκι στο βασιλικό γραφείο. Ενίοτε και γύρω από το πιάνο στο σαλόνι όπου έπαιζε ο βασιλεύς Παύλος. Η δωρεά το 1953, από τον Σπύρο Σκούρα της Fox Film, στον βασιλέα Παύλο μηχανημάτων κινηματογραφικής προβολής, μετέτρεψε σε αίθουσα κινηματογράφου τον ημιυπόγειο χώρο κάτω ακριβώς από το γραφείο του βασιλέως. Στις προβολές ταινιών ήταν προσκαλεσμένο και το προσωπικό. Κυρίαρχο στοιχείο, κατά γενική ομολογία στο Τατόι ήταν η κλασική μουσική που ηχούσε στην ησυχία του δάσους, είτε επρόκειτο για το ευαίσθητο παίξιμο του βασιλέως Παύλου κι αργότερα της κόρης του πριγκίπισσας Ειρήνης, είτε για τους δίσκους που άκουγε η βασίλισσα στο διαπασόν. Πότε πότε συνέβαινε να παίξει στο πιάνο της επαύλεως η Τζίνα Μπαχάουερ ή να παίξει βιολί ο μέγας βιρτουόζος Γεχούντι Μενούχιν περαστικός για το σπίτι του στη Μύκονο, αμφότεροι φίλοι στενοί της βασιλικής οικογένειας. Λίγες και σχετικά μικρές ήσαν οι κοσμικές εκδηλώσεις: πάρτυ για τη νεολαία, και σπανιότατα χορευτικά δείπνα με περιορισμένο αριθμό καλεσμένων, όπως εκείνο που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας (ο οποίος είχε επαναπατρίσει στην Ελλάδα τα βασιλικά διάσημα του Όθωνος) ή του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν που είχε θριαμβεύσει στο Φεστιβάλ Αθηνών…
Την περίοδο της Σαρακοστής τα ανάκτορα μετατρέπονταν σχεδόν σε μοναστήρι, με ακολουθίες πρωί και απόγευμα την Καθαρά και τη Μεγάλη Εβδομάδα (έως και τη Μ. Τετάρτη, μετά την οποία οι ακολουθίες ετελούντο στα ανάκτορα Αθηνών), στην εκκλησία της Αναστάσεως, στην οποία ετελείτο επίσης με επισημότητα, χωροστατούντος του αρχιεπισκόπου Αθηνών και με τη συμμετοχή εκπροσώπων ορθοδόξων Εκκλησιών από όλον τον κόσμο, η ακολουθία της Πεντηκοστής. Στον βασιλέα Παύλο, άνθρωπο εξαιρετικά ευλαβή και φιλακόλουθο, οφείλετο όχι μόνον η αναβίωση της ανακτορικής παιδικής χορωδίας, αλλά και η αποπεράτωση, με κάθε επιμέλεια του ναού. Την αγιογράφησή του ανέλαβε και έφερε σε πέρας ο κοσμοκαλόγερος από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης, Κομνηνός Καλόθετος, τη διετία 1950-1952. Στο κοιμητήρι της Δυναστείας στο Παλαιόκαστρο, όπου σταδιακά πλήθαιναν τα μνήματα, μόνο το μαυσωλείο παρέμεινε εσωτερικά ημιτελές.
Στα 1955-56 κατασκευάζεται στο μεσαίο επίπεδο του κήπου η πισίνα, την ίδια δε περίπου εποχή, το μικρό θερμοκήπιο για λαχανικά ανάμεσα στο δασονομείο [ &&1 ] και το διευθυντήριο. [ &&1 ]
Η δεκαετία 1954 – 1964 μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η δεύτερη χρυσή εποχή του Τατοϊου, μετά τα χρόνια της μακρινής βασιλείας του Γεωργίου Α’.
Στις 6 Μαρτίου 1964 εν μέσω γενικής συγκινήσεως και πάγκοινου λαϊκού πένθους ο βασιλεύς Παύλος άφησε στο Τατόι την τελευταία του πνοή. Ετάφη στο Παλαιόκαστρο την Πέμπτη 12 Μαρτίου, στη θέση την οποία είχε επιλέξει ο ίδιος. Παρόντες ήσαν τέσσερεις βασιλείς, δύο βασίλισσες, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Κύπρου Μακάριος, δύο πρόεδροι Δημοκρατίας, τρεις βασιλείς χωρίς βασίλειο, οι μνηστήρες τριών θρόνων, δύο διάδοχοι, ένας βασιλικός σύζυγος, η σύζυγος του προέδρου των ΗΠΑ, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν, ο πρωθυπουργός της Καμπότζης, οι πρόεδροι των Βουλών της Γιουγκοσλαβίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας, ο αντιπρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας και της Ισπανίας, καθώς και περίπου σαράντα πρίγκιπες και δούκες.
Στα 1961 είχε πεθάνει ο Βασίλειος Δρούβας. Στο κτήμα δόθηκε το όνομά του σε μια πηγή στα Μαχούνια. Ως διάδοχός του ορίσθηκε ο γεωπόνος Φραγκίσκος Φίλιππας (1961-1977), γιος υπασπιστή του Γεωργίου Β’ και εκπαιδευτή προπολεμικά στην αεροπορία του τότε διαδόχου Παύλου.
Τις παραμονές του γάμου του νέου βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ με την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία της Δανίας (18 Σεπτεμβρίου 1964), θα δοθούν στο Τατόι, τρεις ανοικτές προς την ελληνική κοινωνία γαμήλιες δεξιώσεις, στην κάθε μια από τις οποίες προσκλήθηκαν περί τα 2.200 άτομα, εκπροσωπούντα όλες τις τάξεις. Ήσαν οι πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της η βασιλική έπαυλη. Η βαθειά πολιτική κρίση στην οποία θα βυθιζόταν η Ελλάδα από τον Ιούλιο του 1965 –κρίση που αποσταθεροποίησε το πολίτευμα και τη χώρα– καθώς και οι συχνές εγκυμοσύνες της νέας βασίλισσας επηρέασαν την καθημερινότητα στο Τατόι. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις περιορίζονται, παρ’ όλο που εξακολουθεί η παράδοση των βασιλικών προγευμάτων, όπως και εκείνη της φιλοξενίας βασιλέων και μελών βασιλικών οικογενειών, κυρίως συγγενών της Άννας – Μαρίας. Το 1966 και το 1967, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας, θα τελεσθεί με πανορθόδοξο χαρακτήρα στο Τατόι (αντί στη μητρόπολη των Αθηνών), τόσο δε πανηγυρικά ώστε να αποτελέσει το κορυφαίο γεγονός στο εορτολόγιο του βασιλικού κτήματος τη διετία αυτή. Στις 20 Μαϊου 1967, γεννιέται στο Τατόι ο διάδοχος Παύλος.
Την ίδια εποχή αρχίζει στο «μεγάλο αμπέλι» η κατασκευή ενός ελικοδρομείου, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να περατωθεί.
Η συμμετοχή του Τατοϊου στην πολιτική ιστορία της ταραγμένης αυτής περιόδου περιορίζεται στις δύο περίφημες μυστικές συναντήσεις των δύο πιο σημαντικών πολιτικών ηγετών, του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που απέβλεπαν στην πτώση της κυβερνήσεως των «αποστατών», και στη διάνοιξη της πορείας προς τις εκλογές. Η πρώτη στα τέλη Νοεμβρίου 1966, πραγματοποιήθηκε στο υπασπιστήριο. [ &&1 ] Από βασιλικής πλευράς ήσαν παρόντες ο επί κεφαλής του πολιτικού γραφείου του βασιλέως πρέσβης Δημήτριος Μπίτσιος, καθώς και ο υπασπιστής και φίλος του Κωνσταντίνου Μιχάλης Αρναούτης. Η δεύτερη, στις αρχές Δεκεμβρίου, έγινε παρουσία του βασιλέως στη βασιλική έπαυλη. Η συμφωνία, γνωστή ως συμφωνία του Τατοϊου, επετεύχθη στα πλαίσια μιας συζήτησης που διεξήχθη σε μια ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως φιλική μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Στις 22 Δεκεμβρίου ορκίστηκε η μεταβατική Κυβέρνηση Παρασκευοπούλου, την οποία δεσμεύτηκαν να στηρίξουν κοινοβουλευτικώς τόσο η Ένωση Κέντρου, όσο και η ΕΡΕ. Οι εκλογές ορίσθηκε να διεξαχθούν το αργότερο τον Ιούνιο. Ωστόσο νέες επιπλοκές οφειλόμενες εν πολλοίς στην πίεση που ασκούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον πατέρα του για να αθετήσει τη συμφωνία, οδήγησαν στην παραίτηση της κυβερνήσεως και στην αντικατάστασή της, στις 4 Απριλίου, από μία αμιγώς δεξιά Κυβέρνηση υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ οι φήμες οργίαζαν περί επικειμένου πραξικοπήματος για την επιβολή δικτατορίας.
Στο μεταξύ δύο ξεχωριστές ομάδες στρατιωτικών συνωμοτούσαν και προετοίμαζαν την εκτροπή, θεωρώντας βέβαιη τη νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου συρόμενου από τον Ανδρέα: οι στρατηγοί και εν αγνοία αυτών οι συνταγματάρχες. Δυσανασχετούντες οι πρώτοι από το γεγονός ότι ο βασιλεύς, μολονότι ενήμερος για τις προθέσεις τους, ηρνείτο να τους δώσει το πράσινο φως για να επέμβουν, αποφάσισαν να κινηθούν αυτοβούλως. Αγνοούσαν όμως ότι στους κόλπους τους είχαν έναν συνωμότη της φατρίας των συνταγματαρχών. Ο στρατηγός Ζωιτάκης, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, εμήνυσε στους συνταγματάρχες να σπεύσουν να προλάβουν τους ανωτέρους τους. Ως χρόνος για την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών ορίσθηκε η νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου.
Στο Τατόι η βραδιά εκείνη πέρασε ήρεμα. Μετά το δείπνο, η βασιλική οικογένεια είδε ένα φιλμ στην αίθουσα του κινηματογράφου, μετά το οποίο η βασίλισσα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Ειρήνη επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Ψυχικό, ενώ η πριγκίπισσα Σοφία, την οποία φιλοξενούσε η μητέρα της, έμεινε να δει ένα ακόμη έργο, ύστερα από παράκληση του Κωνσταντίνου. Τελείωσε λίγο πριν από τη μία. Την μεν Σοφία κατέβασε στο Ψυχικό ένα αυτοκίνητο της Αυλής, τον δε Κωνσταντίνο, πάνω που τον έπαιρνε ο ύπνος, ξύπνησε το τηλεφώνημα ενός αναστατωμένου Αρναούτη, ο οποίος του ανέφερε ότι το σπίτι του επολιορκείτο, ότι άνδρες με στρατιωτικές στολές προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα κι ότι έπρεπε στο Τατόι να ληφθούν μέτρα προστασίας και άμυνας! Ο βασιλεύς έθεσε τη φρουρά Τατοϊου (= 20-30 άνδρες με ελαφρύ οπλισμό) σε συναγερμό, ενώ προσπαθούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε, να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο και να φέρει στο Τατόι τη μητέρα και τις αδελφές του.
Δεν πρόλαβε όμως, διότι στο μεταξύ το Τατόι, το περικύκλωσαν τα τανκς, αποκόπτοντάς το από την υπόλοιπη χώρα. Συγκεχυμένες πληροφορίες αναστατωμένων ανθρώπων, που και αυτοί αγνοούσαν τι συνέβαινε, αύξησαν στους πολιορκημένους του Τατοϊου την αγωνία, η οποία επαυξανόταν και από το γεγονός ότι η βασίλισσα ήταν ετοιμόγεννη. Στον Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος κατόρθωσε να του τηλεφωνήσει από το Αστυνομικό τμήμα του Αμαρουσίου, ο Κωνσταντίνος ζήτησε να μεταφέρει εκ μέρους του στον διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού (= τον Ζωιτάκη!) την εντολή να κινηθεί με τις δυνάμεις του προς την Αθήνα, για να τον βοηθήσει να αποκαταστήσει την έννομη τάξη, πληροφορώντας τον επίσης ότι ο πρωθυπουργός και τα μέλη της Κυβερνήσεως είχαν συλληφθεί. Λίγο αργότερα ο Ράλλης θα τον ενημέρωνε ότι το Γ’ Σ.Σ. είχε προσχωρήσει στο κίνημα για το οποίο και αυτή η Αμερικανική πρεσβεία –με την οποία επικοινώνησε ο Κωνσταντίνος– έδειξε να έχει αιφνιδιασθεί. Γύρω στις 4.30 πμ διακόπηκαν όλες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες, πλην παραδόξως εκείνης με τον αστυνομικό σταθμό Αμαρουσίου που και αυτή διακόπηκε μία περίπου ώρα αργότερα. Ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ένας υπασπιστής του είχε δώσει το όνομα των επί κεφαλής του πραξικοπήματος, πρόλαβε να ενημερώσει τον Ράλλη, ότι αυτοί σκόπευαν να ανεβούν στο Τατόι για να τον συναντήσουν. Ο Ράλλης είπε στον βασιλέα ότι θα επιχειρούσε να φθάσει στο Τατόι με τα πόδια, συμβουλεύοντάς τον σε περίπτωση που ο ίδιος δεν θα προλάβαινε ή που θα συλλαμβάνετο καθ’ οδόν, να προτάξει «παθητικήν αντίστασιν, με την ελπίδα ότι θα ημπορέσετε κάποτε να τους ανατρέψετε».
Οι πραξικοπηματίες Γ. Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος, έφθασαν στο Τατόι, λίγο μετά τις 6, και έγιναν δεκτοί από έναν έξαλλο από οργή Κωνσταντίνο που τους επέπληξε δριμύτατα και κυριολεκτικώς εξεμάνη όταν άκουσε ότι είχαν σώσει την Ελλάδα για χάρη του. Αυτοί τον άκουγαν σε στάση προσοχής, αλλά με τη βεβαιότητα –που δεν διέφυγε στον βασιλέα– ότι αυτοί ήλεγχαν πια την κατάσταση. Τους ζήτησε να επιστρέψουν στο Τατόι μαζί με τον Σπαντιδάκη, τον αρχηγό του Επιτελείου. Ο τελευταίος, ομολόγησε στον οργισμένο Κωνσταντίνο, ότι είχε προκρίνει τη συνεργασία με τους πραξικοπηματίες, με σκοπό να τους ελέγξει καλύτερα. Μετά από αυτό ο βασιλεύς, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του κι έχοντας δίπλα του έναν υπασπιστή, άφησε το Τατόι και κατευθύνθηκε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν νέες απογοητεύσεις.
Στην περίοδο μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, λόγω των ειδικών συνθηκών και του καθεστώτος ασφυκτικής επιτήρησης στο οποίο η Χούντα είχε υποβάλλει τη βασιλική οικογένεια, οι κοινωνικές και δημοσίου χαρακτήρα εκδηλώσεις περιορίσθηκαν στο ελάχιστο. Από αυτές η πιο σημαντική ήταν στις 17 Μαϊου, η τελετή της διαβεβαιώσεως του νέου αρχιεπισκόπου –και πρώην πρωθιερέως των Ανακτόρων– Ιερωνύμου. Όμως το μείζον γεγονός στο Τατόι αυτή την περίοδο ήταν η γέννηση του διαδόχου Παύλου, στις 20 Μαϊου 1967.
Η έντονη απέχθεια προς τη δικτατορία και τους επίορκους ηγέτες της, καθώς και ο φόβος για πλήρη εδραίωση του καθεστώτος το οποίο έχαιρε της ανοικτής υποστηρίξεως τον ΗΠΑ και το οποίο σταδιακώς απομάκρυνε από τις καίριες θέσεις του στρατεύματος τους βασιλόφρονες αξιωματικούς, κατέστησαν επείγουσα από πλευράς του βασιλέως την απόπειρα καταρρίψεώς του. Ως ημερομηνία του αντιπραξικοπήματος ορίσθηκε η 13η Δεκεμβρίου –η ημέρα Ω–. Το σχέδιο, επινοημένο με αρκετή επιπολαιότητα, προέβλεπε τη μετάβαση της βασιλικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Στη βόρειο Ελλάδα ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος των ενόπλων δυνάμεων, καθ’ ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκραγεί πόλεμος με την Τουρκία, λόγω αναζωπυρώσεως του Κυπριακού. Παρ’ όλο που οι προετοιμασίες διεξήχθησαν με τη μεγαλύτερη μυστικότητα και οι συγκεντρώσεις των αναμειγνυομένων στην προσπάθεια έγιναν σε γειτονικά του Τατοϊου κτήματα, στα οποία ο Κωνσταντίνος μετέβαινε λαμβάνοντας μύριες προφυλάξεις, το σχέδιο διέρρευσε και το καθεστώς κατέστειλε με ευκολία, το βασιλικό αντικίνημα, στο οποίο ο βασιλεύς διακινδύνευσε τα πάντα. Ωστόσο όταν το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου 1967, περί τις 10.15΄ (η καθυστέρηση οφείλετο στην επί μακρόν αναζήτηση του αρχιεπισκόπου ), η μικρή βασιλική πομπή πέρασε την πύλη του κτήματος κατευθυνόμενη προς το αεροδρόμιο του Τατοϊου, τόσον ο ίδιος, όσο και τα μέλη της οικογενείας του, είχαν τη βεβαιότητα της άμεσης επιστροφής τους.
……………………………
Το αμέσως επόμενο διάστημα κατέστη σαφές ότι η βασιλική οικογένεια που είχε καταφύγει στη Ρώμη, δεν θα επέστρεφε στο ορατό τουλάχιστον μέλλον. Τα ανάκτορα τότε σφραγίσθηκαν και η φύλαξη του συνόλου της βασιλικής περιουσίας ανετέθη σε τριμελή επιτροπή του αξιωματικών. Ως αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων, το Τατόι στην ουσία παρέμεινε μετέωρο και εισήλθε σε ένα στάδιο αναπόφευκτης παρακμής, λόγω του ότι το παρόν του δεν είχε για το καθεστώς νόημα και το μέλλον του ήταν αβέβαιο. Συνεχείς προσπάθειες εκ μέρους του βασιλέως άλλοτε για να εξασφαλισθούν στοιχειωδώς παλιοί υπάλληλοι του κτήματος, κι άλλοτε για να σωθούν ζώα –κυρίως άλογα που σαν γερνούσαν έπαιρναν τον δρόμο των ιταλικών σφαγείων– παρέμειναν τις πιο πολλές φορές ατελέσφορες.
Μετά την 1η Ιουνίου 1973, ημέρα που η Χούντα κατέλυσε και τυπικώς τη Βασιλεία, τα μεν κτήρια του Τατοϊου περιήλθαν στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, η δε γη στο υπουργείο Γεωργίας. Δια του Νομοθετικού Διατάγματος 225, της 5ης Οκτωβρίου 1973, απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το σύνολο της βασιλικής περιουσίας. Το εν λόγω νομοθέτημα περιελάμβανε και λεπτομερή απαρίθμηση όλων των φορητών αντικειμένων, βάσει λεπτομερούς καταγραφής που είχε πραγματοποιηθεί στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Η κατάσταση για το κτήμα επιδεινώθηκε μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν αρνητικό για την επάνοδο της Βασιλείας και το Τατόι που αφέθηκε στην εγκατάλειψη και τη λεηλασία, υπήρξε θύμα του φανατισμού της εποχής και της ατολμίας μιας σειράς κυβερνήσεων ανίκανων να μιμηθούν το πολιτισμένο παράδειγμα της Α΄Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
– Επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το Τατόι, αναγνωρισθέν ως ιδιωτική περιουσία της τ. βασιλικής οικογένειας, της επεστράφη, ενώ συγκεντρώθηκαν σε αυτό φορητά κειμήλια προερχόμενα από τα άλλα ιδιωτικά ή κρατικά ανάκτορα.
– Ακολούθησε μία περίπου δεκαετής φάση (1984-1993) διαπραγματεύσεων μεταξύ του πρώην βασιλέως και των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τη ρύθμιση οικονομικών εκκρεμοτήτων, η οποία κατέληξε σε συμφωνία βάσει της οποίας η βασιλική οικογένεια διατηρούσε στην κατοχή της στο Τατόι κατά πλήρη κυριότητα 3.962, 710 στρέμματα, έχοντας καταβάλλει τον αντιστοιχούντα φόρο, ενώ το υπόλοιπο κτήμα παρεχωρείτο στο Δημόσιο υπό τους εξής όρους. Α. 401, 5 στρέμματα να μεταβιβασθούν στο κοινωφελές ίδρυμα «Ελληνικό Ίδρυμα Επιμελείας του Παιδιού» με στόχο την ανέγερση νοσοκομείου και τη σύσταση ερευνητικού κέντρου για την καταπολέμηση των παιδικών ασθενειών και Β. η υπόλοιπη γη, εκτάσεως 37.426 στρεμμάτων, να περιέλθει στο ίδρυμα «Εθνικός Δρυμός Τατοϊου», με σκοπό τη διατήρηση, προστασία και ανάπτυξη του δάσους. Η παραχωρηθείσα το 1991, άδεια από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στον τέως βασιλέα να εξάγει από την Ελλάδα την οικοσκευή του, ξεσήκωσε τέτοιαν αντίδραση (υπόθεση containers) που έκαμε την κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφασή της, ενώ η διαδικασία της μεταφοράς είχε ήδη ξεκινήσει. Έτσι ένα μέρος –το σημαντικότερο– των βασιλικών φορητών βρέθηκε στο εξωτερικό, ενώ ένα άλλο μέρος παρέμεινε στο Τατόι.
– Η πλήρης ανάκληση της συμφωνίας με τον νόμο 2215/1994, από την τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και η επαναφορά από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Βενιζέλο του χουντικού νόμου 225/1973, συνοδευόμενου με την επιβολή της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας στα μέλη της τ. βασιλικής οικογένειας, οδήγησαν τον Κωνσταντίνο να προσφύγει αρχικώς στην ελληνική δικαιοσύνη και ακολούθως στην ευρωπαϊκή. Στις 23 Νοεμβρίου 2000, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, αφ’ ενός δικαίωσε ηθικά την τ. βασιλική οικογένεια, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της πλήρους ιδιοκτησίας επί του Τατοϊου, του Mon Repos και του κτήματος Πολυδένδρι και αφ’ ετέρου παρείχε στους διαδίκους εύλογη προθεσμία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, οι διάδικοι εντέλλονταν να προχωρήσουν σε εκτίμηση της εν λόγω ακίνητης και κινητής περιουσίας με σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως το ύψος της οποίας θα οριζόταν από το Δ.Α.Δ. Ύστερα από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να έλθει σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον βασιλέα Κωνσταντίνο, το ΔΑΔ όρισε τελικώς το ποσό της αποζημίωσης, στις 28ης Νοεμβρίου 2002, στα 13.200.000 ευρώ.
Ο νέος ιδιοκτήτης του κτήματος, το ελληνικό δημόσιο, παρέλαβε το Τατόι στις 7 Μαρτίου 2003.
Στο διάστημα αυτό το κτήμα, πέραν της εγκατάλειψης και των λεηλασιών, είχε υποστεί δύο μεγάλες πυρκαγιές από εμπρησμό, στις 16-18 Ιουλίου 1974 (αποτέφρωση 13.500 στρεμμάτων δάσους) και στις 10-11 Ιουλίου 1977(4.000 στρέμματα) και ως κατακλείδα τον καταστρεπτικό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, το επίκεντρο του οποίου ήταν πολύ κοντά στο Τατόι.
Ο μόνος χώρος που εξακολουθούσε στη διάρκεια όλης αυτής της περίοδου της κατάρρευσης να διατηρεί μία σχέση με το παρελθόν ήταν το κοιμητήρι στο Παλαιόκαστρο. Τούτο δε παρά τη λεηλασία της εκκλησίας του και του μαυσωλείου, καθώς και τη φθορά τόσο από τον χρόνο όσο και από ανθρώπινα χέρια που υπέστησαν κατά καιρούς τα διάφορα μνήματα, καθώς και το φυλάκιο της φρουράς [sh στα google maps αναφέρεται λανθασμένα ως "ελαιοτριβείο"]. Η ταφή της βασίλισσας Φρειδερίκης στις 12 Φεβρουαρίου 1981, παρουσία των βασιλικών οικογενειών της Ελλάδος και της Ισπανίας, εκπροσώπων βασιλικών οίκων, φίλων της εκλιπούσης, παλιών αυλικών και πλήθους λαού, ήταν το μείζον γεγονός στο Τατόι αυτής της περιόδου. Στις 7 Φεβρουαρίου 1993 ενταφιάσθηκαν επίσης στο Παλαιόκαστρο η πριγκίπισσα Ασπασία της Ελλάδος (Μάνου), καθώς και η κόρη της και κόρη του Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρα, τελευταία βασίλισσα της Γιουγκοσλαβίας. Στις 11 Οκτωβρίου 2007, τέλος, έγινε η ταφή της πριγκίπισσας Αικατερίνης της Ελλάδος (λαίδης Μπράντραμ), μικρότερης αδελφής των βασιλέων Γεωργίου Β΄, Αλεξάνδρου και Παύλου.
Η μικρόνοια που προκάλεσε από πλευράς της Πολιτείας την εγκατάλειψη του Κτήματος, ο φανατισμός και η κακοήθεια που οδήγησε σε εμπρησμούς, λεηλασίες και καταστροφές, τέλος οι σεισμοί και οι βαρυχειμωνιές, φέρνοντας το ανυπεράσπιστο Τατόι στα μη περαιτέρω, επέφεραν την εμπλοκή της Κοινωνίας, που αγανακτισμένη, αποφασισμένη και ανυποχώρητη, πήρε πάνω της τα όσα είχε την υποχρέωση προ πολλού να έχει κάνει το Κράτος. Την κατάκτηση του Χρόνου του Κτήματος έφερε σε πέρας σε κάτι λιγώτερο από επτά χρόνια (1998-2004) ο ιστορικός Κώστας Μ. Σταματόπουλος. Το δίτομο έργο του Το Χρονικό του Τατοϊου (1800 -2003) από τις εκδόσεις Καπόν, αφ’ ενός παρέχει στο εξής τη δυνατότητα στην Πολιτεία να κινηθεί επί ήδη εξερευνημένου εδάφους και αφ’ ετέρου κατέστησε γνωστή σε ευρύτερο κοινό τη μοναδικότητα του Κτήματος. Ο συγγραφέας του «Χρονικού» υπό την ιδιότητα του γενικού γραμματέως της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, ενέπλεξε τη δραστήρια αυτή οργάνωση στην προσπάθεια διάσωσης του Τατοϊου. Ένα πρώτο βήμα υπήρξε η δημιουργία φακέλλου με τις αποτυπώσεις όλων –πλην του ανακτόρου– των κτηρίων του κτήματος (εργασία που πραγματοποίησε ο κ. Ιάσων Καβαλλίνης), ο οποίος παραδόθηκε το 2001 στο Υπουργείο Πολιτισμού, συνοδεύοντας το αίτημα του χαρακτηρισμού του Τατοϊου. Ο χαρακτηρισμός, αφορώντας περί τα 15.000 στρέμματα μέσα στα οποία βρίσκεται το σύνολο σχεδόν των κτηρίων του Κτήματος, επιτεύχθηκε, ύστερα από δύο χρόνια καθυστέρηση, τον Σεπτέμβριο του 2003. Το δεύτερο βήμα ήταν η εκπόνηση στις γενικές της γραμμές από διεπιστημονική επιτροπή της Ελληνικής Εταιρείας, μιας προτάσεως λειτουργικού σχεδιασμού για την αναβίωση και την αξιοποίηση του Κτήματος. Η πρόταση ανακοινώθηκε από τον Κ. Μ. Σταματόπουλο, πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής, σε συνέντευξη τύπου τον Μάρτιο του 2005. Στις συνεχιζόμενες προσπάθειες της Ελληνικής Εταιρείας ήλθε το 2010 αρωγός ο σύλλογος «Οι Φίλοι του Τατοϊου», ο οποίος δια του λίαν δραστηρίου προέδρου του κ. Βασίλη Κουτσαβλή, έδωσε στην υπόθεση του Τατοϊου –που κατέληξε να γίνει πάγκοινο αίτημα υποστηριζόμενο και από τον Τύπο– μια γενναία ώθηση. Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε, επίσης από τις εκδόσεις Καπόν, ένας οδηγός του Κτήματος, με τίτλο: Τατόι: περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο. Συγγραφεύς του: ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος.
Κι ενώ Κοινωνία έπραττε ευσυνείδητα το καθήκον της, η Πολιτεία εξακολουθούσε να μη πράττει το δικό της. Την περίοδο της εγκατάλειψης ακολούθησε εκείνη της αναποφασιστικότητας, της σύγχυσης και της προχειρότητας, κατά την οποία όμως πραγματοποιήθηκε μικρός αριθμός αναστυλώσεων αμφιλεγόμενης ποιότητας, καθώς και η καταγραφή και η μερική συντήρηση φορητών κειμηλίων, από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Στο κατάμεστο από αντικείμενα –ανάμεσα στα οποία είναι και οι βασιλικές άμαξες– παλιό βουστάσιο, ουδείς επί 10 σχεδόν χρόνια έχει εισέλθει (!), με αποτέλεσμα τα αποθηκευμένα εκεί από το 1977 κειμήλια, να σαπίζουν και να καταστρέφονται. Το Προεδρικό Διάταγμα του 2007 κατήργησε τα ιστορικά όρια του Κτήματος, υπάγοντας το μεγαλύτερο μέρος της δασικής του έκτασης στον Φορέα Διαχείρισης του Δρυμού Πάρνηθας, ενώ παράλληλα τεμάχισε το Κτήμα σε ζώνες, σε ορισμένες από τις οποίες όρισε χρήσεις ασύμβατες με τα υπάρχοντα σ’ αυτές κτήρια! Το μοιραίο αποτέλεσμα ήταν προσπάθειες φιλότιμες, όπως εκείνη του αρχιτεκτονικού γραφείου που κέρδισε τον διαγωνισμό του ΟΡΣΑ, μερικώς να αστοχήσουν. Η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση. Ο δια νόμου θεσπισθείς στα τέλη Απριλίου του 2012, Φορέας Διαχείρισης Τατοϊου, αντί να απλουστεύσει, περιέπλεξε περαιτέρω τα πράγματα και δημιούργησε νέα αδιέξοδα στην υπόθεση του πολύπαθου Κτήματος. Ως επιστέγασμα και ομολογία παταγώδους αποτυχίας ήλθε η ανακοίνωση περί της υπαγωγής του Τατοϊου στα περί εκποιήσεως ή περί μακροχρονίου διαθέσως ακίνητα του Δημοσίου! Ένα είναι το σίγουρο: το μέλλον του Κτήματος παραμένει μετέωρο, συγκεχυμένο και ρευστό, ενώ συνεχίζεται επιταχυνόμενη η κατάρρευση των κτηρίων του και η καταστροφή της όλης υλικοτεχνικής του υποδομής.-
H Ιστορία του πρώην Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καπόν
= = = = = = = = = =
Βλέπε και:
Τατόι, Κτήρια & Εγκαταστάσεις
Τατόι, μια διαδρομή στον πυρήνα
Άρθρα με ετικέτα Τατόι