Για την εύκολη ανάγνωση σε κινητά, κάντε διπλό ταπ στην περιοχή της σελίδας που σας ενδιαφέρει.

Ich kann nicht mehr

17 Ιουν 2015   




Κακό πράγμα οι αμιγείς παρέες στο βουνό. Όταν πέφτει το σκοτάδι, το κρύο πυκνώνει, και το τζάκι σκέφτεται να κλείσει τα βλέφαρα του, αρχίζουν εκείνες οι κουβέντες.

Κουβέντες που δεν γίνονται όταν οι νεόκοποι ορεσίβιοι που κατακλύζουν το βουνό διωγμένοι από τη βαβούρα της πόλης, έρχονται ορεξάτοι για ανηφόρες και ρακόμελα. Όταν στην παρέα είναι σύζυγοι που είπαν "να'ρθουν μια φορά", παιδιά, τυχαίοι, περαστικοί, γενικά άνθρωποι που ακόμη τουλάχιστον δεν έχουν βαθιά ριζωμένη την ψυχή τους στην ψυχή του βουνού, και ίσως δεν το κάνουν ποτέ.

Πίστευα, οτι με το πολύχρωμο πανηγύρι πλέον στα βουνά, των αθλητών με τα ρολόγια gps, των ποδηλατών με τα φοσφωριζέ κολάν, των αναρριχητών για τον βράχο και μόνο, οτι δεν θα ξαναένιωθα εκείνο το άγριο σφίξιμο στο βουνό από μνήμες, συναισθήματα, και τις σκοτεινές γωνιές στους ίσκιους που χάσκουν αδιάφορα.

'Ημασταν πέντε. Πέντε κανονικοί ορειβάτες που μαζεύτηκαν τυχαία γύρω από το τζάκι ένα ήσυχο βράδι μιας μέρας χωρίς κίνηση στο βουνό. Τι μπορούν να πουν ένα βράδυ πέντε κανονικοί ορειβάτες με διάφορες παιδίες και διαδρομές; Ότι μπορούσαν να πουν πάντα. Τα δύο κοινά τους πράγματα. Τη βαθειά σχέση με το βουνό και την τραγωδία που ξέρουν πάντα οτι κρύβεται κάπου μακριά αλλά τριγύρω.

Σε ένα αραίωμα της κουβέντας, εκεί που όλοι κοιτούν για λίγο τη φωτιά νομίζοντας ότι στέρεψε ότι είχαν να πουν, έγινε αυτό που είχα ξεχάσει οτι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτός που καθόταν απέναντι μου με το πλευρό στο τζάκι, σκύβοντας με τις παλάμες ανάμεσα στα γόνατα είπε αργόσυρτα κοιτάζοντας με διερευνητικά με ένα αμήχανο χαμόγελο "Ich kann... nicht mehr". Είμαι σίγουρος ότι ήλπιζε οτι δεν θα έπιανα το υποννοούμενο, απαντώντας κάτι αδιάφορο. Το ίδιο ήλπιζα να είχε συμβεί και εγώ.
Όλοι τώρα κοιτούν αυτόν, κι αυτός κοιτά τα κάρβουνα που μάχονται να μείνουν πυρωμένα. Πήρε το σίδερο και τα σκούντησε εδώ και εκεί να πετάξουν σπίθες. Δυστυχώς όλοι ήξεραν τη φράση, και έμειναν αμίλητοι.

Όχι, σκέφτηκα, όχι δεν θα πιάσουμε πάλι να μνημονεύουμε μνημόσυνα. Σηκώθηκα βαριεστημένα, χτυπώντας την παλάμη μου στον ώμο του. "Πάω να την πέσω σύντροφοι, κουράστηκα σήμερα".

---
______